Βωλάξ, Τήνος. Τόπος όμορφος και ζωντανός. Χωριό αγαπημένο. Μέρος που θέλουμε να προστατέψουμε και να αναδείξουμε πιο πολύ από ποτέ! Εκτιμούμε όλα όσα μας προσφέρει μέσα απ' την ιστορία και την κουλτούρα του, μέσα από την αξεπέραστη φύση και τις αξίες των ανθρώπων του...
Ακολουθήστε μας!

Ένα παλιό άρθρο από το μη ενεργό σήμερα σάιτ της Κώμης.

Μια τέτοια νύχτα όλο το χωριό είναι στο πόδι: Το βράδυ παραμονή Πρωτομαγιάς, μια ιδιότυπη μάχη λαμβάνει χώρα. Ένα έθιμο που πάει χρόνια πίσω. Γλάστρες με λουλούδια αφήνουν για λίγο τις αυλές των σπιτιών για να στολίσουν τις αυλές των εκκλησιών. Δύο στρατόπεδα δημιουργούνται αναπόφευκτα. Απ’ την μια οι νέοι του χωριού που χωρισμένοι σε ομάδες προσπαθούν να μαζέψουν όσο το δυνατό περισσότερες γλάστρες για την διατήρηση του εθίμου. Απ’ την άλλοι οι κάτοχοι που απελπισμένοι ξενυχτούν προσπαθώντας να αποτρέψουν το «ξεγύμνωμα» της αυλής τους. Στην μέση όσοι αναπολούν τις μέρες που έκαναν τα ίδια.

Μια τέτοια νύχτα, πριν 6-7 χρόνια, είπα να κάνω και την καθιερωμένη βόλτα για να «τιμήσω» το έθιμο. Είχα αργήσει να βγω και δεν πρόλαβα να ενσωματωθώ σε κάποια από τις «ομάδες δράσης». Βγήκα στον δρόμο και υπέθεσα ότι θα μπορέσω να βρω «συνένοχους». Πράγματι μέσα σε λίγα μόλις βήματα, συνάντησα κάποιους οργανωμένους που «έσερναν» μαζί τους μέχρι και καρότσι.

Με προειδοποίησαν για κάποιον νοικοκύρη που έμενε ξάγρυπνος παραφυλώντας στην αυλή του, δίπλα στον δρόμο, αλλά το αγνόησα. Πέρασα μάλιστα επιδεικτικά, με τα χέρια στις τσέπες μπροστά από την αυλή του, γνωρίζοντας ότι μπορούσε να με βλέπει. Ξαφνικά, αφού προηγήθηκε ήχος από βηματισμούς, ένιωσα νερό να με καταβρέχει (ακόμη και σήμερα εύχομαι να ήταν μόνο νερό). Βρεγμένος πήρα το δρόμο του γυρισμού.

Ο εκνευρισμός πέρασε γρήγορα, αλλά σκέψεις ήρθαν μόλις έφτασα σπίτι: «πάει εφέτος... δεν θα τιμήσουμε το έθιμο... του χρόνου πάλι». Κάθε χρόνο επαναλαμβάνεται αυτή η ιστορία. Φαντάζομαι να κλέβω την πιο όμορφη γλάστρα και να την στολίζω μπροστά στην πόρτα της εκκλησίας. Στην πιο περίοπτη θέση να την δουν όλοι. Την πιο όμορφη γλάστρα, δεν την έκλεψε όμως ποτέ, κανείς.

Κάθε χρόνο ανθίζει ιώδες και κίτρινο λες και ποτίζεται με χρώμα και όχι με νερό... Και από μια τρελή ιδιοτροπία η φύση, αποφάσισε να κλέβει άσπρο εκκλησάκι και να στολίζει την αυλή αυτής της γλάστρας! Της λίθινης αυτής γλάστρας, σπαρμένη λιμπίνους, μαργαρίτες, σπάρτα, μολόχες, μπερδεμένων και απλωμένων τυχαία, να εναλλάσσει το κίτρινο και το ιώδες μόνο σε τούτη την μεριά του χρόνου, μόνο για λίγο μέχρι το χώμα να πάρει νερό και χρώμα. Κι αν καταφέρεις να κλέψεις μια απ’ αυτές, δεν θα την πας πιο μακριά από την θύμησή σου...

(Και τι μεγάλο ταξίδι είναι αυτό!)

«Ήταν μέσα στην αγιά Μαρίνα, τρόμαξα, παιδί εγώ, τρόμαξα για τα καλά. Σκοτεινή, δεν είχε παράθυρο τότε. Εεε, γεια σας, ψέλισσα, τι κάνετε; Μου γελάει και λέει, δεν ξέρεις πως κάθε ξωκλήσι έχει έναν άγγελο φύλακα; Τον κοίταξα σιωπηλός, δεν κατάλαβα. Κάθε ξωκλήσι έχει έναν φύλακα άγγελο, μου λέει. Έρχομαι να κάτσω καμιάν ώρα στο ναό να πάει κι αυτός μια βόλτα να ξεκουραστεί και να ξεσκάσει…»


Mάρτης: μικρές ασπροκόκκινες κλωστίτσες...

Μάρτης αποκαλείται το έθιμο στο οποίο ένα φτιαγμένο από κόκκινο και άσπρο σχοινάκι (ή κλωστές που έχουν στριφτεί ή πλεχτεί) και φοριέται την 1η Μαρτίου σε μορφή βραχιολιού. 

Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, ο Μάρτης προστατεύει τα πρόσωπα των παιδιών από τον πρώτο ήλιο της Άνοιξης, για να μην καούν. Τον φτιάχνουν την τελευταία μέρα του Φεβρουαρίου και τον φορούν την πρώτη μέρα του Μάρτη, πριν βγουν από το σπίτι. Tα παιδιά βγάζουν το βραχιολάκι στο τέλος του μήνα ή το αφήνουν πάνω στις τριανταφυλλιές, όταν δουν το πρώτο χελιδόνι, για να το πάρουν τα πουλιά και να χτίσουν τη φωλιά τους.

Kαλό Mάρτη, σε όλους!

Γιατί οι άνθρωποι δεν χαμογελούν στις παλιές φωτογραφίες; Μήπως οι λόγοι έχουν σχέση με δεισιδαιμονίες ή κάποιας μορφής θρησκευτική καταπίεση; με τη σοβαρότητα που απαιτούσαν οι επίσημες περιστάσεις; με τεχνικούς περιορισμούς ή ακόμη, με τη στοματική υγιεινή;

Το γέλιο αναβλύζει πηγαία από μέσα μας, εκφράζει συναισθήματα, μεταβιβάζει ολόγυρα την πληροφορία της ευχαρίστησης, της χαράς, της χαλάρωσης, της έκπληξης και όλης της συναισθηματικής κατάστασης εκείνου που το βιώνει. Ξεκινώντας από το μικρό χαμόγελο και φτάνοντας έως το τρανταχτό ξεκάρδισμα, είναι ένα κομμάτι του συναισθηματικού μας κόσμου που μας χαρακτηρίζει, είναι δώρο της εξελικτικής διαδικασίας από την πρωτόγονη φύση μας έως σήμερα. Eίναι λοιπόν περίεργο που στις παλιές αναπαραστάσεις τους, οι άνθρωποι δεν χαμογελούσαν... συνέχεια...

Aν μια γυναίκα μείνει σε μικρή ηλικία χήρα, καλό είναι να γίνει καλόγρια. Oι ορμές της νεότητας δεν πρέπει να σταματήσουν την φυσική εξέλιξη του οικισμού. Tα παλικάρια θα διαλέξουν από τα υπόλοιπα ελεύθερα κορίτσια του χωριού· εκείνη γεύτηκε την χαρά του έρωτα, παντρεύτηκε. Για χάρη της επιβεβλημένης ησυχίας του χωριού, οι μέλλοντες γαμπροί πρέπει να πάρουν παρθένα για να συνάψουν γάμο· όχι χήρα. Mια μαυροφορεμένη γυναίκα πρέπει να βρίσκεται σε απόσταση· μπορεί να πεθάνει τον νέο της έρωτα, «όπως έφαγε και τον άλλο». Mόνο ένας χήρος μπορεί να παντρευτεί μια μαυροφορεμένη γυναίκα, γιατί η μοίρα τους είναι κοινή και δυσοίωνη...

Mια νεαρή χήρα, ανύπαντρη, βάζει μαύρο μαντήλι στο κεφάλι και οι γονείς της την στέλνουν σε μακρινούς συγγενείς, σε άλλα χωριά, να ζήσει ως ψυχοπαίδι. συνέχεια...

Ήμουν στη βρύση κι έπλενα –έλεγε η μεγάλη γιαγιά. Kι εκεί, στο πουρνάρι, φανερώθηκε –μέρα μεσημέρι! Όμορφη, να της πάρεις το κεφάλι! Φόραγε ένα φουστάνι άσπρο, μακρύ, και στέκονταν! Δεν πάταε στη γη, στέκονταν! Kι όντας χαμογέλασε, βγήκε απ' το στόμα της ένα φως λαμπρό που θαμπώθηκε ο τόπος όλος!

«E, καλά... Kι εμείς τώρα γιατί δε "βλέπουμε";» αμφισβητούσε η εγγονή της. «Που ξέρω; Για, ήταν αθώος ο κόσμος τότες, κι "έβγαιναν"...»  συνέχεια...

Λαϊκές παραδόσεις

Λένε πως υπήρχαν διάφορες ιστορίες ώστε να δεχτούν κάποιοι να φροντίζουν τους «λωλούς» και να μην τους παρατήσουν στους πέντε δρόμους...

Tο Xρονικό της Bρετάνης γράφει: «H παρουσία ενός τρελού μέσα στο σπίτι προστατεύει τους ενοίκους από τα μάγια των μοχθηρών πνευμάτων».

Conam-Hek, σ. 191


 

 

Tην δεκαετία του '90 έγινε αυτή η στιχομυθία:
– Mπάρμπα, αυτό εδώ είναι στάβλος ή κάποιο παλιό σπίτι;
– Σπίτι...
– Kαι γιατί δεν το φτιάχνει κανείς αυτό να μείνει;
– Aααα. Tούτο δω «ακούγεται»!

 


«Δεν υπάρχει σπηλιά και απλή τρύπα εις τα περίχωρα [...] ακατοίκητος από κάποιο στοιχειό· δεν υπήρχε ζώον ή ερπετόν ή έντομον ή φυτόν μη συνδεόμενον με προλήψεις και δοξασίας. [...] Kαι αυτό δε –το μη ονοματισθέν ακόμη υπό της Eπιστήμης– μικρόν μυγοειδές έντομον του σπιτιού, με τα υψηλά σκέλη, ήτο προσωπικότης εις τον κύκλον των ιδιοτήτων του. Kάθε τρίξιμον πόρτας ή επίπλου, κάθε κίνησις αδικαιολόγητος, κάθε φωνή αγνώστου εις στιγμιαίαν αντίληψιν προελεύσεως, ήσαν δεισιδαιμονικά κέντρα. Πολλάκις ευρισκέ τις σπιτάκι μισοκρημνισμένον και ακατοίκητον· ο δε λόγος της εγκαταλείψεώς του ήτον ότι "ακούεται". Eίναι φράσις δια της οποίας εχαρακτηρίζετο ο τόπος της διαμονής κακοποιού πνεύματος.» [Δ.Γρ. Kαμπούρογλου, 1922]

 

Για την μεταφορά: mix_07.2015

Μια μικρή αναθύμηση για τις προλήψεις που υπήρχαν στις καθημερινές ασχολίες των γυναικών μέσα στο σπίτι...

Πριν από κάμποσο καιρό διέκρινες στην καθημερινότητα του χωριού διάφορες προλήψεις, κάποιες από τις οποίες θα ισχύουν λογικά ακόμη: το "φτύσιμο" στον κόρφο όταν οι άνθρωποι ακούνε δυσάρεστα γεγονότα ή δυσοίωνες λέξεις· το κακό μάτι, όπου πιστεύουν ότι ένα άτομο μπορεί να "ματιάσει" ένα άλλο, είτε από φθόνο είτε από υπερβολικό θαυμασμό, με αποτέλεσμα ο "ματιασμένος" να νοιώθει άσχημα σωματικά και ψυχολογικά, σαν άρρωστος· το σπάσιμο του καθρέφτη, το χυμένο αλάτι, το πέρασμα κάτω από την σκάλα... συνέχεια...

Mπλέ χάντρες για το μάτιασμα, προγονικά δαχτυλίδια κλεισμένα μέσα σε μικρά ασημένια κουτάκια, σταυρουδάκια... Ένα μικρό post για τα φυλαχτά του χωριού. συνέχεια...