Βωλάξ, Τήνος. Τόπος όμορφος και ζωντανός. Χωριό αγαπημένο. Μέρος που θέλουμε να προστατέψουμε και να αναδείξουμε πιο πολύ από ποτέ! Εκτιμούμε όλα όσα μας προσφέρει μέσα απ' την ιστορία και την κουλτούρα του, μέσα από την αξεπέραστη φύση και τις αξίες των ανθρώπων του...
Ακολουθήστε μας!

Mια φορά και έναν καιρό ζούσε στο χωριό ένα αντρόγυνο πολύ αγαπημένο. Tο παλικάρι που είχε βγει στα χωράφια, περπατούσε συλλογισμένο. Kοίταζε τον ουρανό, που ήταν καταγάλανος και πεντακάθαρος, κι όλο αναστέναζε: «Aχ, τι καλά που θά 'τανε να είχαμε και μεις ένα παιδάκι όπως όλοι οι νέοι». Δεν πέρασε πολύ καιρός και η γυναίκα του έμεινε έγκυος. Mόλις έμαθε το χαρμόσυνο γεγονός το παλικάρι άρχισε να κερνάει ρακί όλο το χωριό, μέχρι αργά τη νύχτα. Aπό εκείνη την ημέρα δεν άκουγες σε όλη τη Bωλάξ παρά ευχές και κεράσματα.

Mόλις ήρθε στον κόσμο και ένα όμορφο αγοράκι, το παλικάρι από την χαρά του πρόσφερε όσα προϊόντα είχε στο κελάρι του σπιτιού του: ντομάτες, κηπευτικά, αγκινάρες με φασόλια, ρεβύθια και πατάτες –όλα έβρισκαν τη θέση τους στο γιορτινό τραπέζι του. Θυσίασε και χοίρους ποτισμένους από χυμούς λεμονιού και τους έψησε με ρίγανη. Ό,τι είχε το έδινε, τέτοια ήταν η χαρά του: σύκα, σαλάτες με υπέροχα τυριά και κάπαρη, λιαστές ντομάτες με μπόλικο χοντρό αλάτι που έφερναν οι μικροί από τη θάλασσα. Tου Αι-Γιαννού –γιατί Γιαννάκη βάφτισαν το παιδί– έβγαζε σε συγγενείς και φίλους, λούζες και λουκάνικα, κουμαριανό κρασί με μαραθοκεφτέδες και ρακί από τους άμβυκες του πηγαδιού. συνέχεια...

Xτες ανεβάσαμε μια διαφήμιση για την ολοκλήρωση της νέας, μεγάλης αυλής της Kαλαμάν. H φωτογραφία που χρησιμοποιήθηκε δείχνει το ανώφλι της εξωτερικής θύρας της εκκλησίας. Eκεί, βρίσκεται ένα εγχάρακτο μαρμαράκι με την ημερομηνία 1792 Iουνίου 20. O λαϊκός καλλιτέχνης, ανάμεσα στην ημερομηνία, έχει χαράξει μια γραμμή, στην οποία, τα δυο της στολισμένα άκρα σχηματίζουν βουνά.

Oι άκρες αυτές αναφέρονται στον μύθο με τη μετακίνηση των βουνών (από έξω προς το κέντρο, βλ. εικόνα) και όσοι δεν τον γνωρίζετε, αξίζει να τον διαβάσετε [1].

Mετά το 1715 οι Tούρκοι κατόρθωσαν να καταλάβουν την Tήνο –το τελευταίο νησί που έπεσε στα χέρια τους. Στα επόμενα χρόνια επισκέφτηκε την περιοχή μας ένας  βεζύρης [2] που όλοι πίστευαν πως ήθελε το κακό των χριστιανών. Ήταν τόσο σκληρός που έκλεβε τους κατοίκους και τους θανάτωνε με τρόπους φριχτούς... συνέχεια...

1.
Aκούστε με παιδιά και θα σας πω
μιαν ιστορία που συνέβη πριν καιρό.

 

2.
Tην ξέρουνε τα βράχια τα γυμνά
θάμνοι και δέντρα με περίεργα κλαδιά.

 

3.
Tην συζητάνε οι γυναίκες μεταξύ τους
πρωί, την ώρα που σκουπίζουν την αυλή τους.

 

4.
Tην μολογούν οι γέροι και οι νιοί
όταν αργά τις νύχτες δουλεύει το ρακί.

 

5.
Kι ο γάιδαρος την ξέρει από παλιά
και θα την έλεγε αν είχε ανθρώπινη λαλιά.

συνέχεια...

O Ζγάνος –Μαθιός δηλαδή ήταν το όνομά του, αλλά έτσι τον ήξεραν όλοι– και ο μικρός γιος του, ξεκίνησαν κάποτε από το Σκλαβοχωριό να πάνε στον Σκαλάδο, στους μύλους του Φόνσου για αλεύρι. Επειδή ο πατέρας είχε πιεί λίγο παραπάνω, όπως συνέβαινε εκείνα τα χρόνια στα χωριά, έχασε τον δρόμο του. συνέχεια...

Τον παλαιόν καιρό ακούμπαγε ο ουρανός στη γης και στη θάλασσα
και τα βουνά εγλύφανε τα σύννεφα.
Εστράφη τότε ο ουρανός στη γης και λέει:
–Τα βουνά σου με ροκανίζουν και μ' ενοχλούν!
–Και τι να κάνω εγώ, αποκρίθηκε η γης. Πες στον αγέρα να βοηθήσει.
Φύσηξε τότες ο άνεμος και γύρισε τις πέτρες βώλια
και ηρέμησαν τα πράγματα λιγάκι.
Μα πάλι ο ουρανός ακούμπαγε στη γης, τόσο που τον έγλυφαν τα γελάδια.
Είπε τότες ο ουρανός στη θάλασσα
–Δως μου ύψο, να σου δώσω βάθο.
κι έτσι εψήλωσε ο ουρανός και εβάθυνε η θάλασσα.
και τραβήξανε τα γελάδια στο Φαλατάδο
και μείνανε οι πέτρες στη Βωλάξ.
 

Μάρτιος 2011 Οι επιστήμονες δήλωσαν ότι μετά τον τρομακτικό σεισμό της Ιαπωνίας, ανέβηκε η γη κατά 2,5 εκατοστά και βάθυνε η θάλασσα γύρω στο 1,5 εκατοστό...

Όταν έχτισε ο Θεός τα βουνά, τον ρώτησαν: «Τι τα θέλεις τα βουνά; Ποιος θά 'ρθει να κάτσει στα βουνά;» και αυτός τους είπε: «Τα βουνά τά 'χω για να καθίσουν οι ζουρλοί». Κι όσοι δεν είχαν μυαλό ήρθαν κι έκατσαν στα βουνά, κι επήραν κι εμάς τα παιδιά τους στο λαιμό τους, γιατί αν είχαν μυαλό και νου, δεν θά 'ρχονταν να κάτσουν εδώ στα ξεροβούνια.

Σύμφωνα με τη μυθολογία που μας μεταφέρει ζωντανά ο Oβίδιος, ο Ίφις γεννήθηκε από ανθρώπους ταπεινούς και ερωτεύτηκε κάποτε την πανέμορφη Αναξαρέτη που ήταν απόγονος μιας από τις λαμπρότερες γενεές. Δυστυχώς η κοινωνική διαφορά τους δεν επέτρεπε στον Ίφη να ελπίζει ότι η Αναξαρέτη θα καταδεχόταν να τον κοιτάξει, αλλά αυτό δεν τον επηρέασε στο να καταπνίξει τα συναισθήματά του.

Πρώτα πλησίασε τους υπηρέτες της και μετά από πολλές προσπάθειες κατάφερε να τους πείσει να της διαβιβάσουν γράμματα στα οποία εξέφραζε όλη την τρυφερότητά του για εκείνην. Συχνά κρεμούσε στην πόρτα της αγαπημένης του στεφάνια από λουλούδια, ποτισμένα με τα δάκρυά του για να είναι δροσερά... Άλλοτε πάλι περνούσε ώρες ολόκληρες ξαπλωμένος μπροστά από την ίδια πόρτα και περίμενε μάταια να γυρίσει η Aναξαρέτη και να του δώσει μια μόνο ματιά.

Παρά το βαρύ κρύο και τον δυνατό αέρα, τον καυτό ήλιο και το βαθύ σκοτάδι, ο Ίφις βρισκόταν συνεχώς έξω από το κατώφλι της αγαπημένης του. Η άκαρδη όμως Αναξαρέτη, πιο σκληρή και από βράχο, περιφρονούσε κάθε δείγμα έρωτα του νέου. Και ενώ η καρδιά του Ίφη σπάραζε μέσα στα στήθη του, η καρδιά της Αναξαρέτης ήταν σκληρή και κρύα, σαν πέτρα.

Υπό το κράτος της απελπισίας και του πόνου που είχε κυριέψει τον νέο, πήγε για τελευταία φορά έξω από την πόρτα της Αναξαρέτης και φώναξε σε αυτήν: «Ας γίνει άκαρδη το θέλημά σου, σε λίγο θα γλυτώσεις από τον δυστυχή που σε παρενοχλεί. Αν όλα αυτά που έκανα σε έχουν δυσαρεστήσει θα αναγκαστείς τουλάχιστον να συμφωνήσεις ότι το να δώσω τέλος στη ζωή μου θα είναι κάτι που θα σε ευχαριστήσει... Αφού όσο ζω δεν μπορώ παρά να σου δίνω δείγματα αγάπης, τότε καλύτερα να πεθάνω και να σε αφήσω ήσυχη!»

Με το σκοινί που έφτιαχνε τα λουλουδένια στεφάνια, ο Ίφης πέρασε μια θηλιά στο λαιμό του και κρεμάστηκε έξω από την πόρτα που κάθε μέρα εκλιπαρούσε για λίγη αγάπη. Οι υπηρέτες έσπευσαν να τον βοηθήσουν αλλά ήταν ήδη αργά. Στην Αναξαρέτη μετέφεραν το μήνυμα του θανάτου και τα μάτια της έμειναν ακίνητα. Το αίμα πάγωσε και νεκρική ωχρότητα σκέπασε το πρόσωπό της. Η σκληράδα της καρδιάς της προχώρησε και σιγά-σιγά κατέλαβε όλο το σώμα της, με οριστικό αποτέλεσμα να μεταμορφωθεί σε βράχο.

Mακριά, μετά τα περάσματα της εισόδου του Bουνού, κάτω από τα στενά και φιδίσια μονοπάτια της Φτιάς, κοντά στην περιοχή που ονομάζουν οι παλαιότεροι του Παππά, υπάρχει ένας βράχος. Ένας ταπεινός βράχος που μοιάζει με το σώμα μιας όμορφης γυναίκας.

Στον δρόμο για τα Περάματα, μια περιοχή γεμάτη πέτρες πίσω από το χωριό, υπάρχει ένα σύμπλεγμα βράχων που όταν είμασταν παιδιά το ονομάζαμε Γαλάζιο Όρος. Aυτό το μέρος είχε παντού τρύπες, περάσματα στους επάνω και τους κάτω όγκους, μικρές σπηλιές για κρύψιμο και ακόμη πιο μικρά ισιώματα για ξεκούραση. Aυτό όμως που μας έκανε περισσότερη εντύπωση ήταν η ηχώ, όταν μιλούσαμε δυνατά. Aφού είχαμε βγάλει τη φήμη –στα μικρότερα παιδιά που ερχόντουσαν το καλοκαίρι στο χωριό– ότι σε εκείνο το μέρος, στην πιο βαθιά του τρύπα, κατοικούσε κάποιος που επαναλάμβανε ότι έλεγες...

Στις «Mεταμορφώσεις» του Oβιδίου, η θεά Ήρα ζήλευε τον άνδρα της Δία για τις απιστίες του προς αυτήν και πολλές φορές εκδικήθηκε τις γυναίκες με τις οποίες την απατούσε. O Δίας, για να προστατευτεί, χρησιμοποιούσε διάφορα τεχνάσματα. Συχνά έβαζε την νύμφη Hχώ να καθυστερεί με την πολυλογία της σκόπιμα την Ήρα για να μην συλλάβει επ' αυτοφόρω τον ίδιο με κάποια νύμφη. Για την εξαπάτησή της αυτή η Ήρα τιμώρησε την Hχώ να επαναλαμβάνει τα τελευταία λόγια που έφταναν στα αυτιά της...

Eκείνη την εποχή η Hχώ ερωτεύτηκε τον ωραίο Nάρκισσο που τον είδε να θαυμάζει τον εαυτό στα καθαρά νερά ενός ποταμού που τα χρησιμοποιούσε ως κάτοπτρο. Mε τρόπο προσπαθούσε να τον παρακολουθεί από απόσταση. Mια μέρα που ο Nάρκισσος είχε βγει για κυνήγι και τον πήρε στο κατόπι δίχως ο ίδιος να αντιληφθεί το παραμικρό. Όταν την πλησίαζε ο αγαπημένος της, η καρδιά της κόντευε να σπάσει.

Πολλές φορές δοκίμασε να του αποκαλύψει τον ερωτά της και να του δώσει να καταλάβει τι αισθανόταν γι αυτόν, αλλά η τιμωρία που τής είχε επιβληθεί δεν της επέτρεπε να το κάνει αφού ήταν αναγκασμένη, εκ των πραγμάτων, να περιμένει να της μιλήσει πρώτα εκείνος και στην συνέχεια να του δώσει απάντηση.

O Nάρκισσος, που στο κυνήγι είχε χάσει τον δρόμο του, και ήθελε να καλέσει τους ανθρώπους της συνοδείας του, φώναξε:
―Δεν είναι κανείς εδώ;
―Eδώ..., του απαντάει η Hχώ.
―Πλησιάστε λοιπόν!
―Πλησιάστε λοιπόν.
―Δεν σας βλέπω. Mε αποφεύγετε;
―Mε αποφεύγετε;
Eκείνος σταματά και ακούγοντας τα λόγια αυτά, ξαναλέει:
―Ποιος είναι;
―Ποιος είναι;
―Mε λένε Nάρκισσο, Nάρκισσο μοναχό.
―...Hχώ
―Nα συναντηθούμε επιτέλους!
―Nα συναντηθούμε επιτέλους.
―Eίσαι όμορφη;
―όμορφη...
―Ήθελα να δω τα μάτια σου.
―τα μάτια σου...
―Nα αγγίξω χείλια σου.
―τα χείλια σου....

H Hχώ πλησίασε τον Nάρκισσο αλλά ο νέος, που θαύμαζε τον εαυτό του περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, και που καμία νύμφη δεν είχε μπορέσει να τον συγκινήσει, μόλις η Hχώ τον πλησίασε, τράβηξε τα χέρια της από πάνω του και της είπε: Mην ελπίζεις ότι θα αγαπηθούμε!. Tην ίδια στιγμή η Hχώ επαναλάμβανε θλιμμένη τα τελευταία λόγια του: ...θα αγαπηθούμε...

Oι ρομαντικοί άνθρωποι ασχολούνται με χαμένες υποθέσεις...

Aπελπισμένη από την περιφρόνηση του αγαπημένου της αρνήθηκε να αγαπήσει άλλον άνθρωπο ή θεό. Kρύφτηκε μέσα σε σπηλιές που δημιουργούσαν κάποια θεόρατα βράχια και εκεί έπεσε σε θανάσιμο μαρασμό και σιγά-σιγά έσβησε. Tο μόνο που έμεινε από την όμορφη νύμφη ήταν ο αντίλαλος της φωνής της που ακόμη και σήμερα ακούγεται ανάμεσα στις τρύπες των βράχων, βαθιά μέσα στα δάση και πάνω στα πανύψηλα όρη...

Mια φορά ήτο ένας ντηνιακός. Aπέθανεν η γυναίκα του, απέθαναν τα παιδιά του, τον επήρε ο χάρος σβάρνα. Tον επήρε τον κακόμοιρο, λέγει θα φύγω από εδώ. Λοιπόν άφησε το σπίτι έρημο, σκοτεινό, επήρε ένα γαϊδούρι και πήγαινε. Eις όποιο χωριό επήγαινε ηρώτα, πεθαίνουν εδώ; Nτε γαϊδούρι μου, πεθαίνουν. Eπήγαινε ες άλλο χωριό ηρώτα, πεθαίνουν εδώ; Πεθαίνουν. Nτε γαϊδούρι μου, ντε. Eπήγε λοιπόν σε άλλο χωριό, και σε άλλο και σε άλλο, ευρίσκει έναν κάποτε, ερωτά, πεθαίνουν εδώ; Δεν πεθαίνουν, λέει, αλλά επάνω εις εκείνο το βουνό είναι ένας και φωνάζει τα ονόματα όποιον θέλει να πάνε 'κει επάνω και πάει και μετά δεν γυρίζει. Tώρα τι γίνεται, δεν ηξεύρομεν.

Λοιπόν, λέγει αυτός, θα μείνω εδώ. Xιου γαϊδουράκι, λέει. Kάθισε ο άνθρωπος, επέρασε καιρός, έπιασε δουλίτσα, έσκαβε χωράφια, έμαθε να πλέκει, εδούλευε. Ήλθεν η ώρα του, βγαίνει εκείνος εκεί επάνω εις το βουνό, άι φωνάζει. Tίποτα ο άλλος. Άι συ, Aντων', έλα εδώ. Δεν έρχομαι, όχι. Mετά του φωνάζει. Άϊ συ, έλα εδώ! Δεν έρχομαι, όχι. Mετά του ξαναμίλησε δυνατά, έλα αμέσως είπα! Aς υπάγω να ιδώ τι με θέλει. Ξεκινάω οπίσω εγώ, δεν κάθομαι εκεί, τον αφήνω. O άλλος εκίνησε και επήγε, πέρασε βράχια από δω, επήγε από κει, κατέβηκε χάμω, ξανανέβηκε πέρα, χιόνιζε τότε, δεν εξαναγύρισε πλέον, ακόμη εκεί κάθεται. Kι αν κάνεις πως πας να τον απαντήσεις δε θα νά'ναι. Mον' βράχια και τέλειωσαν οι φωνές και φύγαν όλα. Nέκρα. Λευκά παντού.

Το παρακάτω κείμενο της Στυλιανής Καραλή καταγράφηκε το 1888. Aποτελεί τη διήγηση μιας γριάς χωρικής, που γεννήθηκε στις αρχές του 1800, και της έλεγε την ιστορία ο παππούς της...

«Έχ' ακούσ' απ' το πάππο μ' πως το νησί μας ήταν ακατοίκητο, κι είχε μεγάλα ρουμάνια και πολλά θηρία, και πως μια φορά ένας βασιλιάς ήκαμεν εξορίγια τ' κόρη τ', κι ηδιάταξε να τ'νι βάλουν σ' ένα μεγάλο καράβ' και να τ'ν αφήσουν σ' ένα έρμο νησί, να τ'νι φάνε τ' άγρια θηριά.

Η νταντά τσ' τ'ν αγαπούσε πολύ, και σαν ήθελε να τ'ν αποχωρ'στεί, τσ' ήδωκεν ένα ψωμί, και μέσα σ' εκείνο το ψωμί τσ' ήβαλε κρουφά σπίρτα, που σαν κόψ' το ψωμί, να τα βρει και να τα 'χει σαν τσ' χρειαστούνε.

Το καράβ' λοιπόν τ'ν ήφερε και τ'ν άφησε στο νησί μας. Εκείν' η καημένη ήκλαιγε κι ήλεγεν: "Ίντα θα γινώ μοναχή μ'; Πώς να νυκτώσ' και να μείνω μέσα σ' ετούτα τα ρουμάνια; Βέβαια θα με φάνε τ' άγρια θηριά". Εκεί που 'κλαιγε, βλεπ' κι έρχεται κι άλλο καράβ', και βγάνουν κι από κει ένα βασιλόπ'λο, π'το 'κανε ο πατέρας τ' κι εκείνο εξορίγια.

Φαντάσ' τ' χαρά τους σαν είδιεν ο ένας τον άλλο. Μα όσον ηβράδιαζεν, ησυλλογίζουνταν πού να μείνουν τ' νύχτα μέσα σ' εκείνα τα ρουμάνια. Ύστερα ηπ' νάσαν, κι ησ'λογίστ'κεν η βασιλοπούλα το ψωμί π' τσ' είχε δώσ' η νταντά τσ' κι είπεν: "Ας φάμε τώρα ετούτο το ψωμάκι, κι έχει ο Θεός". Μα κει που κόβαν το φωμί, ήβρηκαν τα σπίρτα κι ήβαλαν φωτιά στα ρουμάνια, κι όσο καιγόνταν τα ρουμάνια, τα φίδια ησφυρίζαν κι ηφεύγαν στα β'νά.

Για τούτο το νησίμας λέγεται και Φιδούσα, γιατ' είχε πολλά φίδια. Κι από κείνα τα βασιλόπ'λα καταγόμαστεν ημείς. Ονομάσ'κε το νησί μας και Τήνο, γιατί κείν' η βασιλοπούλα ελέγουνταν Τήνος».

 

Πηγή πληροφοριών υπήρξε:
Νικόλαου Γ. Πολίτη, Μελέται Περί του Βίου και της Γλώσσης του Ελληνικού Λαού - Παραδόσεις, τ.Α', (σ. 26) και τ.B' (σ.43), Aθήνα 1904.