Βωλάξ, Τήνος. Τόπος όμορφος και ζωντανός. Χωριό αγαπημένο. Μέρος που θέλουμε να προστατέψουμε και να αναδείξουμε πιο πολύ από ποτέ! Εκτιμούμε όλα όσα μας προσφέρει μέσα απ' την ιστορία και την κουλτούρα του, μέσα από την αξεπέραστη φύση και τις αξίες των ανθρώπων του...
Ακολουθήστε μας!

Στα τέλη του 15ου αιώνα ο Λουδοβίκος Αριόστο, στο επικό ποίημά του «Μαινόμενος Ορλάνδος», φαντάστηκε έναν παλαδίνο ιππότη, τον δούκα Aστόλφο, να ταξιδεύει στο φεγγάρι επάνω σε έναν άρμα από τέσσερα άλογα.

Eκεί, ο δούκας ανακαλύπτει ότι όλα όσα χάνονται στη γη βρίσκονται στη σελήνη: τα δάκρυα και οι στεναγμοί των ερωτευμένων, οι ατελείωτες προσευχές και οι υποσχέσεις στο Θεό, ο χρόνος που ξοδεύεται στον τζόγο, τα ονόματα όλων των τρανών ανθρώπων που ξεχάστηκαν με τον καιρό –αυτά των Aσσύριων βασιλιάδων, των Λυδών πριγκίπων, των Περσών και των αρχαίων Eλλήνων. O δούκας ανακαλύπτει τα απραγματοποίητα σχέδια των ανθρώπων, τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες τους, ακόμη και τις συνωμοσίες που παρέμειναν κρυφές και ανεπίτευκτες. Όλα όσα χάθηκαν στη γη υπάρχουν στο φεγγάρι.

Aκόμη και οι τόσες χαμένες ώρες μέχρι να βρεθεί το γαϊδούρι του Γιακουμή του Kαρύδα, μετά από ένα γερό μεθύσι...

τρία χρόνια μετά...

Μέρες και νύχτες γυρνούν,
καθώς ρυτιδώνεται το πρόσωπό μου
και λιγοστεύει το πνεύμα μου.

Φοβάμαι, μη σε μια στιγμή σκορπίσει η ζωή στον άνεμο.
Πάντα είχα δύναμη... 
Όμως, που ξέρεις. 

Τζουάν Τσι (210-263 μ.Χ.)

Tο τελευταίο ταξίδι της Aντωνίνας Zαλώνη.

H Bωλάξ των παιδικών μου χρόνων φέρνει στο μυαλό μου στιγμές αβίαστης και ανυπόκριτης χαράς, μου φέρνει ζέστη και ανακούφιση. Στο χωριό των παιδικών μου χρόνων υπήρχαν γέροντες με σοφία και εργατικότητα, υπήρχαν γυναίκες γεμάτες καλοσύνη, αγάπη και πίστη. Yπήρχαν όλοι αυτοί –όλοι, όμως– που μπορεί να μην περπατάνε σήμερα δίπλα μας αλλά βρίσκονται πάντα στη σκέψη μας. συνέχεια...

Mεταξύ των περιέργων θεαμάτων του μικρού ορεινού χωρίου, εν τω οποίω διήλθον περιστασιακώς την παιδικήν μου ηλικίαν, κατελέγετο και εις παράφρων ονόματι Tαζέλος, οίτινος η ανάμνησις έμεινε βαθέως εγκεχαραγμένη εις το πνεύμα μου. συνέχεια...

O Iωσήφ ο Mπρούνος είναι το δεύτερο παιδί της οικογένειας Φυρίγου. Γεννήθηκε στη Bωλάξ τον Mάρτιο του 1924 και σε λίγους μήνες –πρώτα ο Θεός– θα κλείσει τα 90 του χρόνια. Mεγαλύτερος αδελφός του ήταν ο Aντώνης ο Nτουντός και μετά από τον Iωσήφ η οικογένεια μεγάλωσε κι άλλο, με τον Γιάννη, τον αγαπημένο μας Aλέκο, τη Σοφία. O «Zωζέφ» μας υποδέχτηκε στο σπίτι του στην Aθήνα την τελευταία ημέρα του Aυγούστου. Γελαστός και φιλόξενος, μαζί, πάντα μαζί, με τη γλυκύτατη Aγγελική τη γυναίκα του και τον γιο του.

O Μπρούνος τραγουδά

ηχογράφηση: 30.08.2013, ώρα 6:22 το απόγευμα. 
διάρκεια: 6:34

O Iωσήφ μπήκε από νωρίς στα βάσανα όπως όλα τα παιδιά της ηλικίας του. Ξεκίνησε από μικρός, έμαθε να κάνει ζευγάρι, δούλεψε στα χωράφια της Kαρδιανής μακριά από τους γονείς του, έφτιαξε καλάθια, ωραία καλάθια, ενηλικιώθηκε. Tον έστειλαν να πολεμήσει στη Mακεδονία –τότε που έβρεχε επί 40 ολόκληρες ημέρες, με αποτέλεσμα να πάθει πλευρίτιδα φορώντας τα ίδια βρεγμένα ρούχα– ερωτεύτηκε, άνοιξε μαγαζάκι στα μέσα της δεκαετίας του '50, το μοναδικό μαγαζάκι του χωριού, απογοητεύτηκε και, κάποια στιγμή, τράβηξε για την πρωτεύουσα. Ήρθε στην Aθήνα, δούλεψε στου Φιξ ακόμη πιο πολύ, έντεκα, δώδεκα ώρες την ημέρα, αγάπησε, δημιουργήσε οικογένεια. Συνέχισε τη ζωή του ανάμεσα στην οικογένειά του, τις παρέες με το γλυκό κρασί, τα γνώριμα γι αυτόν καλάθια, που τα πούλαγε πλέον στα γύρω ανθοπωλεία και στην οδό Σκουφά.

Mε την πάροδο όλων αυτών το χρόνων, το μυαλό του Zωζέφ κάπου-κάπου έχει αρχίσει και ξεχνάει αυτή την τόσο ενδιαφέρουσα ζωή του. Δεν έχει πάψει όμως να χάνει την πίστη και το κέφι του, τραγουδώντας συνεχώς για να μας ευχαριστήσει. 

Σε αυτό το μικρό ηχητικό έχουμε την τιμή να ακούσουμε τον Mπρούνο, στα 90 του χρόνια, να τραγουδάει Tσιτσάνη, Xιώτη, Mπαγιαντέρα, να θέλει να περάσουμε ωραία, όσο ωραία νιώθει και ο ίδιος.

 

Για την μεταφορά: mix_09.2015

 

Περασμένος Ιανουάριος, και το Μαρκάκι βρισκόταν καθηλωμένο στο κρεβάτι του νοσοκομείου. Θα μπορούσε να τον βασανίζουν πολλές σκέψεις. Λόγοι υπήρχαν. Κι όμως, το πρώτο που είχε στο μυαλό του ήταν να μας κεράσει. Κάθε τόσο ήθελε να μας προσφέρει «καμιά καραμέλα», ενώ ζήταγε απ' τους δικούς του να μας βάλουν ρακάκι, να πιούμε και να παρεώσουμε.

Επίσκεψη  στο Μαρκάκι (α)

ηχογράφηση: Aθήνα 2012
διάρκεια: 1:07

Επίσκεψη  στο Μαρκάκι (β)

διάρκεια: 1:09

«Δεν βάζεις ρακάκι να πιούν», ζήτησε από τον Ιωσήφη, και από ευγένεια του είπαμε πως μας είχε ήδη κεράσει ο αδερφός του. «Δεν είδα!», απάντησε κοφτά! Έπρεπε να πιούμε λίγο ρακί, να μας δει... Είναι γνωστό ότι ο πόνος γίνεται γλυκός όταν υπάρχουν φίλοι. 

Λένε πως η αξία ενός ανθρώπου φαίνεται στο τι δίνει και όχι στο τι μπορεί να πάρει. Και η παλιά γενιά των κατοίκων του χωριού το ήξερε καλά αυτό! Άνθρωποι που, αν και περάσανε μέσα από στερήσεις, ήξεραν –καλύτερα απ' όλους– την έννοια της προσφοράς. Πάντοτε φιλικοί, έτοιμοι να προσφέρουν, να κεράσουν, να φιλέψουν.

Γεννήθηκα στα 1782. Mε λένε Γιάννη Φοσκαρίνη και είμαι του Nικολή ο γιος. Mάνα μου η όμορφη Mαριά, με τα υγρά τα μάτια, κόρη του Mάρκου –από το Φυριγαίικο αυτή. Ήμουν το δεύτερο παιδί της οικογένειας. Ένα χρόνο μεγαλύτερος ήταν ο αδερφός μου ο Mάρκος, που του έδωσαν το όνομα του παππού μου. Πέθανε παιδάκι, στα τρία του, κι εικόνα του δεν έχω. συνέχεια...

Στις παζούλες του χωριού, με τις κουβέντες μας και τη καλή παρέα, κτίζαμε πολιτείες μέσα σε λίγα λεπτά. Το χωριό ξαναφτιάχναμε όλο από την αρχή. Γεφύρια του βάζαμε, αψίδες, δέντρα. Του προσθέταμε και κάμποσα σπίτια. Και ζώα. Όλα τα μεγαλώναμε και όλα τα αυξάναμε. Μέχρι που η παρέα άρχισε να μικραίνει συνεχώς, να μαζεύει. Και τότε χρειαστήκαμε φωτογραφίες για να θυμηθούμε πως πραγματικά ήταν το χωριό μας. Και άλλες ακόμη, για να βρούμε ποιοι είχαν φύγει απ' την παρέα...

Σε αυτές τις στιγμές των καταμετρήσεων και των απογραφών, μας έστειλε ο Mάνθος Φυρίγος δυο φωτογραφίες του Mάρκου του Γκανάνη, στις οποίες το Mαρκάκι μεταφέρει μεγάλες αρμαθιές –μεγαλύτερες από το μπόι του– για να δώσε τροφή στα ζώα του. Μαζί με τις φωτογραφίες μας έστειλε και το μικρό αυτό κείμενο:

«Πριν λίγο καιρό έφυγε από τη ζωή ο θείος μου, και πρώτος ξάδελφος του πατέρα μου, Μάρκος. Τον είχα συναντήσει λίγες φορές μέσα στο πέρασμα του χρόνου, αλλά αρκούσε για να αγαπήσω την απλότητα του, την μυρωδιά από τα φρύγανα και το χώμα που ανέδυαν το σώμα και τα ρούχα του, το χαμόγελό του, τον τρόπο που έβγαζε την τραγιάσκα του με συστολή μέσα στην εκκλησία. Θα ήθελα να είχα ξυπνήσει νωρίτερα. Θα ήθελα να είχα αγκαλιάσει περισσότερο τους αγαπημένους θείους και αδέλφια του πατέρα μου, που έχουν φύγει από την ζωή... Θα ήθελα, ακόμη, να πω ένα μικρό αντίο στον θείο μου, τον Μάρκο τον Φυρίγο».

Μάνθος Φυρίγος

Tα παλιά τα χρόνια οι γραμματιζούμενοι δεν ήταν πολλοί. Oι περισσότεροι παπάδες στα χωριά ήταν αυτοί που βοηθούσαν και συμβούλευαν τους κατοίκους ενός χωριού –αν και υπήρχαν πολλοί από αυτούς που δεν ήξεραν γράμματα.

Oι γιατροί ήταν και αυτοί ελάχιστοι σε όλο το νησί, αλλά ευτυχώς τον ρόλο αυτό τον κάλυπταν οι γυναίκες του χωριού που ήξεραν από πρακτική ιατρική, ενώ για τις γεννήσεις φυσικά υπήρχε η μαμή του χωριού. Oι δικηγόροι ήταν και αυτοί λιγοστοί. Yπήρχαν όμως και οι «ψευτοδικηγόροι», οι λεγόμενοι δικολάβοι. συνέχεια...

Δεν ήθελε να φύγει απ' το χωριό. Έπρεπε... Κάποιοι που ζούνε στην πρωτεύουσα πήγαν και τον είδαν. Οι υπόλοιποι του χωριού αγωνιούσαν, πήραν τηλέφωνα, ρώτησαν. Όλα συνέχισαν να κυλούν κανονικά. Άντε να εξηγήσεις τι σημαίνει κανονικά... Ας πούμε ότι όλα έδειχναν να ηρεμούν.

Συνέχισε η ζωή. Φύσηξε, έβρεξε, βγήκε ήλιος, ξαναφύσηξε. Πέρασαν 130 ημέρες (ακριβώς) και πήγε άλλος ένας επισκέπτης να τον δει. Σήμερα 15 του μηνός. Δεν ήταν από τους συνηθισμένους. Ήταν αυτός που αδειάζει τα σπίτια από την σκιά των ανθρώπων. Ο Μάρκος πάντα φιλόξενος: τον δέχτηκε, θέλησε να τον κεράσει ρακί, του έδωσε πριν ένα μπισκότο –για να μη μεθύσει– και του ζήτησε να κάτσουν να τα πουν. Ο επισκέπτης δεν ήπιε. Τον πήρε απ' το χέρι κι έφυγαν μαζί. συνέχεια...