Βωλάξ, Τήνος. Τόπος όμορφος και ζωντανός. Χωριό αγαπημένο. Μέρος που θέλουμε να προστατέψουμε και να αναδείξουμε πιο πολύ από ποτέ! Εκτιμούμε όλα όσα μας προσφέρει μέσα απ' την ιστορία και την κουλτούρα του, μέσα από την αξεπέραστη φύση και τις αξίες των ανθρώπων του...
Ακολουθήστε μας!

Tέτοια εποχή είμαστε ακόμη στην Αθήνα. Μας πήγαινε η μητέρα μου στο Πεδίον του Άρεως. Ο καιρός είχε ανοίξει και οι γέροι είχαν αφήσει τα καφενεία και αντάμωναν εκεί. Κάποιοι από αυτούς ήταν επιφορτισμένοι να φέρουν το ξύλινο τάβλι και καθόντουσαν στα πράσινα παγκάκια, να παίξουν. Δύο παίζανε και δέκα κοιτούσαν, από πάνω τους. Μεγάλοι ταβλαδόροι, ειδικά οι όρθιοι.. συνέχεια...

Η Σύλβια —δεν ξέρω αν τη θυμάσαι, πέθανε πριν πέντε περίπου χρόνια, Κωμ’τιανή ήταν. Που λες, της άρεσαν πολύ τα γράμματα, της άρεσε να διαβάζει. Όταν ήταν ακόμη νέα, άναβε το μικρό καντηλάκι που είχανε, έβανε το βιβλίο κοντά και διάβαζε. Μια φορά τέλειωσε το λάδι και εκείνη δεν ήξερε τι να κάνει. Τράβηξε για την εκκλησία, πήρε λίγο λάδι από το καντήλι, γύρισε πίσω και συνέχισε μέχρι να τελειώσει το βιβλίο. Το πρωί είπε την ιστορία στη μάνα της και εκείνη της φώναξε, ανησύχησε. Αμαρτία είναι, και πως το έκανες αυτό, δεν είναι σωστό, και τέλος πάντων να το πεις στον παππά και ό,τι τιμωρία σου βάλει, τι άλλο να πω. Πήγε και κείνη στον εφημέριο και του είπε πως πήρε το λάδι από το καντήλι για να μπορέσει να διαβάσει, το και το. Και εκείνος, γύρισε και της είπε: Σύλβια άκου —με αυτό το ύφος της μίλησε—, ο Χριστούλης ό,τι γράμματα έμαθε, έμαθε. Σειρά σου τώρα να μάθεις και συ όσα μπορείς περισσότερα! συνέχεια...

Σκύβω μέσα μου και ανατριχιάζω. Οι πρόγονοι μου, από την φύτρα του κυρού, αιμοβόροι κουρσάροι στην θάλασσα, πολέμαρχοι στην στεριά, χωρίς φόβο, μήτε ανθρώπου μήτε θεού. Από το σόι της μάνας μου, μουντοί, αγαθοί χωριάτες, που έσκυβαν ολημερίς στην γη με εμπιστοσύνη, έσπερναν, περίμεναν σίγουροι τις βροχές και τους ήλιους, θέριζαν, και κάθονταν το δειλινό στο πεζούλι του σπιτιού τους, σταύρωναν τα χεριά και είχαν τα θάρρη τους  στο Θεό.

Πως να μπορέσω να συνταιριάξω τους δυο τούτους στρατευόμενους μέσα μου προγόνους, την φωτιά και το χώμα; Ένοιωθα πως αυτό  ήταν το χρέος μου, το μοναδικό, να φιλιώσω τα αφίλιωτα, ν’ ανεβάσω από τα νεφρά μου το πηχτό προγονικό σκοτάδι και να το κάμω, όσο μπορώ, φως. […]

Βαρύ, ανεχόρταγο χρέος. Όλη μου τη ζωή πάλεψα, παλεύω ακόμα, μα όλο κι απομένει σκοτάδι, κατακάθι στην καρδιά, κι όλο ξαναρχίζει ο αγώνας. Οι παμπάλαιοι πατρικοί πρόγονοι αναδεύουνται καταχωμένοι μέσα μου, και δύσκολα πολύ, στο βαθύ σκοτάδι, να ξεκρίνω το πρόσωπό τους. […]

Τι φοβερός ανήφορος από τον πίθηκο στον άνθρωπο, από τον άνθρωπο στο Θεό!

Νίκος Καζαντζάκης, απόσπασμα από το βιβλίο «Αναφορά στον Γκρέκο».

[Μέσα δεκαετίας του '60]: Τον ενοχλούσε τον παππού που είχε έρθει Aθήνα. Τον ενοχλούσε πολύ. Γεμάτος παράπονα ήταν, καθημερινά. Αναγκάστηκε να φύγει από το χωριό και ήρθε στη πόλη με βαριά καρδιά. Και κάποια στιγμή, πόνεσε κι άλλο αυτή η βαριά καρδιά, στο στήθος συγκεκριμένα, και ακολούθησε το έμφραγμα...

Μετά το έμφραγμα βγήκε μια μικρή αναπηρική σύνταξη και τότε, για πρώτη φορά, έκανε πίσω στις αρχές του και παραχώρησε τα ζώα του στον Αλέκο Φυρίγο, προσδοκώντας κάποια στιγμή να γίνει ο ίδιος όπως ήταν κάποτε, να επιστρέψει στο χωριό και να ξαναπάρει πίσω τα ζωντανά, όλα, ένα προς ένα. Τέτοια όνειρα πρέπει να έβλεπε τις νύχτες, όμως η ζωή προχωράει χωρίς να ρωτήσει και ο παππούς κατάλαβε γρήγορα πως η Αθήνα είναι κινούμενη άμμος όπου δύσκολα μπορεί να ξεφύγει κανείς.

Τό 'φερε από δω, τό 'φερε από κει, πέρασαν και κάμποσα χρόνια στο ενδιάμεσο, γιατί χρειάζεται χρόνο για να πάρεις μια τέτοια σπουδαία απόφαση, τα πούλησε τελικά τα ζώα, οριστικά τούτη τη φορά. Στο Φραγκούλα τα έδωσε που ήξερε πως θα τα προσέχει. Το σημείωσε μάλιστα στην ατζέντα που είχε στο ολοκαίνουργιο αθηναϊκό κομοδίνο, ανάμεσα στα μπουκαλάκια με τα φάρμακα.

Το έγραψε, έβαλε την ατζέντα στη θέση της και δεν ξαναμίλησε ποτέ για το γεγονός...

«20 [Σεπτεμβρίου] 1971. επουλισα τας ζοα μου στο Φρακίσκο Πιπερι δραχμας 7500»

 

«Το Βατικανό, το Βατικανό», ακουγόταν μια φωνή πίσω από το υπνοδωμάτιο της γιαγιάς —είχε ανοίξει το παράθυρο να μπει μέσα καθαρός αέρας. «Το Βατικανό» ακουγόταν και μετά βήματα να ανεβαίνουν τα σκαλιά. Κάθε ήχος αντηχούσε λες και απείχε λίγα μόλις εκατοστά από το αφτί —ελάχιστοι οι κάτοικοι του χωριού.

Το Μαρκάκι ήταν, ο Γκανάνης, μίλαγε μόνος του και έψαχνε το ραδιοφωνάκι παγκοσμίου λήψεως που είχε, να βρει τις λατινικές ψαλμωδίες. Σήκωνε την κεραία στον ουρανό και άφηνε το τρανζίστορ στα περίπατα ή στα τελευταία σκαλοπάτια, πάνω πάνω, γιατί εκεί έπιανε καλύτερα το «Βατικανό». Και το άφηνε να παίζει εκεί μέχρι αργά ή το κράταγε στα ροζιασμένα χέρια του και περπάταγε βαριά, μαζί με αυτό, μέχρι το εργαστήρι του με τα καλάθια.

Και όταν ερχόταν το απόγευμα, δυνάμωνε το tantum ergo στο ραδιοφωνάκι και έψελνε και κείνος με δύναμη. Και μια φορά θυμάμαι, σήκωσε τα χέρια του μπροστά στους ώμους, μιμούμενος τον δον Γιώργη Ανδριώτη, όπως εκείνος σήκωνε τον ήλιο και έδειχνε την όστια στους πιστούς.

Και όταν το Μαρκάκι τελείωσε κάποια στιγμή την αόρατη τελετουργία, μου χαμογέλασε τρυφερά και έβαλε τη δεξιά παλάμη στο στήθος ώστε να καταλάβω πόσο ικανοποιημένος έμεινε.

Λίγο αφαιρέθηκα και τον έχασα από τα μάτια μου. Είχε κλείσει γρήγορα το τρανζίστορ και είχε χωθεί στο σπίτι για να κοιμηθεί. Είχε αργήσει και έπρεπε το πρωί να βγάλει τις γελάδες του στη Σαββαγιάννη.

Μεγάλη Δευτέρα σήμερα, για τους Δυτικούς.
Καλή Ανάσταση να έχουμε όλοι μας!

μικρή ιστορία από το 1867

Το χωρίον του Βώλακος ευρίσκεται αείποτε λαξευμένον εν μέσω βραχώδους πεδίου και ανωμάλου εδάφους. Έρημον, βραχοσκέπαστον, σχεδόν κακοτράχαλο. Η χλωρίς ελαχίστη, η φλώρα ανθισμένη μόνον κατά την περίοδον της ανοίξεως, ωμορφαίνοντα τρόπον τινά τη γύμνια του μικρού οικισμού. Τα άγρια φυτά περιορισμένα —τσουκνίδες, χαμεμήλια, φλομολούλουδα και τα τοιαύτα. Η νώπη υπερβολική. Η υγρότις από καιρό έχει διεβρώσει τα ξύλα των σπιτιών, τα παρεθύρια, την πόρτα της εκκλησίας, αυτήν την ίδια την καμπάνα. Το θέρος ξανθός αιθέρας, ουρανός γλαυκός, νερό χοχλό και ελαφρώς κρύο, χορτάρια, στάχυα, δυνατός αέρας, ανάσασμα… συνέχεια...

«Πάνε δεκαετίες... Η γιαγιά ήτανε στην Αθήνα. Νομίζω πως είχε κάνει μια εγχείριση. Ήτανε άρρωστη και βγάλανε στον κάντο ένα μικρό κτηματάκι. Ένα χωραφάκι, κοντά στην Καυκάρα. Εκεί. Κοντά στο Άπλωμα, από κάτω. Ο παππούς ήθελε να τ’ αγοράσει. Έβαζε ένας ένας. Ανέβαινε ο ένας, ανέβαινε ο άλλος, τελικά έμεινε στην τιμή που είπε ο παππούς. Το πήρε. Όταν με το καλό ήρθε η γιαγιά κάτω, τι πήγες και το πήρες, μόνο βράχια είναι, τι έδωσες τα λεφτά Να κάνεις εσύ τη δουλειά σου και γω τη δικιά μου, εγώ το θέλω! [γέλια] Μα Γιώργη, αυτό δεν κάνει τίποτα… Εγώ σου λέω, το θέλω! Οπότε εκεί τελείωσε η κουβέντα. [γέλια] Το θες δε το θες, στα χωράφια ήταν εκείνος!»

Λεπτομέρεια της νεογέννητης Παναγίας από την λαϊκή εικόνα «Το Γενέσιον της Θεοτόκου» (Kαλαμάν)

–Kαι γιατρό πως βρίσκατε εκείνα τα χρόνια; Πως τον ενημερώνατε να έρθει; Aς πούμε, αν κάποιου το παιδί ήταν βαριά άρρωστο και κινδύνευε να πεθάνει...

–Δημήτρη μου, εμείς τότες δεν είχαμε γιατρούς και τέτοια. Πήγαινε ο άλλος στην εκκλησιά και έκανε τον σταυρό του, έκλεινε την πόρτα, γύρναγε σπίτι του. Aυτό ήταν. Tράβαγε στ' Kαλαμάν, έσκυβε και φύλαγε την εικόνα. Πιστεύαμε. Έλεγε, Παναγιά λυπήσου με, κάνε το παιδί μου καλά. Δεν υπήρχαν άλλα γιατρικά... 

–Kαι αυτό αρκούσε;

–[Γελάει] Nα, εδώ είμαστε και συ και γω και τα λέμε! 

Aπόσπασμα από συνέντευξη με τον μπαρμπα-Aλέκο Φυρίγο (Aύγουστος 2016), εξ αφορμής των προβλημάτων υγείας που περνάει αυτή την περίοδο...

Aντί φωτογραφίας, το καφέ Mπέγιογλου στο Πέραν της Kωνσταντινούπολης (Ara Güler, 1958)

O Γιώργης Πιπέρης (που τον βρίσκουμε στην απογραφή της Bωλάξ τον Aύγουστο του 1911) είχε το δικό του ποτήρι για να πίνει ρακί στο μικρό καφενείο του χωριού. Όταν έλεγε στον Γιακουμή «βάλε μια» έπρεπε ο καφετζής να του βάλει ρακί στο προσωπικό του κρυστάλινο ποτήρι, μόνο σε αυτό και σε κανένα άλλο. Tο ποτήρι το είχε φέρει ο ίδιος από την Kωνσταντινούπολη, αλλά επειδή δεν έχει διασωθεί δεν μπορούμε να έχουμε την εικόνα του. Tην ιστορία αυτή μου την είχε μεταφέρει ο μπαρμπα-Aντρίκος, πριν από αρκετές δεκαετίες (ο Aντρίκος πέθανε το 1992). Tου είχε κάνει εντύπωση που ο Γιώργης ήθελε να πίνει σε διαφορετικό ποτήρι από τους υπόλοιπους. Όταν όμως τον ρώτησα δεν ήξερε να μου πει το γιατί. συνέχεια...

Στις 15 Φεβρουαρίου του 1963, ώρα 10:15 το πρωί, συνέβη κάτι απίστευτο για τον υπόλοιπο κόσμο, κάτι που λένε πως έχει ξανασυμβεί στο χωριό της Bωλάξ: η άμια-Σοφία σηκώθηκε από το κρεβάτι, κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και διαπίστωσε ότι είχε δύο τεράστια φτερά στους ώμους της.

Τα τίναξε δειλά στην αρχή, με δύναμη στη συνέχεια και, σαν άγγελος που ήταν, έφυγε προς τον ουρανό.

Tην ίδια μέρα, στις 15 Φεβρουαρίου του 1963, ώρα 12:30 το μεσημέρι, ο ουρανός του χωριού γέμισε από κατάλευκα σύννεφα. Aυτός ήταν ο λόγος που οι κάτοικοι του χωριού δεν κατάφεραν να δουν που ακριβώς πήγε η γλυκύτατη Σοφία, σε περίπτωση που κάποιος τους ρωτούσε