Βωλάξ, Τήνος. Τόπος όμορφος και ζωντανός. Χωριό αγαπημένο. Μέρος που θέλουμε να προστατέψουμε και να αναδείξουμε πιο πολύ από ποτέ! Εκτιμούμε όλα όσα μας προσφέρει μέσα απ' την ιστορία και την κουλτούρα του, μέσα από την αξεπέραστη φύση και τις αξίες των ανθρώπων του...
Ακολουθήστε μας!

«Πάντα τον γοήτευαν ιστορίες ανθρώπων στους οποίους δεν συνέβη ποτέ τίποτε. Aνθρώπων που έζησαν χωρίς ποτέ να έχει γίνει αντιληπτό το γεγονός της γέννησής τους. Aνθρώπων που δεν πέθαναν ποτέ, γιατί κανείς δεν ένιωσε ποτέ την έλλειψή τους...»

Σαν τα παιχνίδια τις παιδικής μας ηλικίας που ζωντανεύουν τα μεσάνυχτα και γίνονται κάτι παραπάνω από απλά παιχνίδια –έτσι και μια νύχτα του χειμώνα στο χωριό. Tότε που τ' αστέρια φωτίζουν μαζί τα πίσω χρόνια και όλοι οι χωρικοί που έζησαν σ' αυτό το μέρος εμφανίζονται ξανά, στις δώδεκα τα μεσάνυχτα, και περπατάνε πάνω-κάτω στα σοκάκια της βωλάξ, για μία μόνο νύχτα...

Mε μεγάλες μουστάκες εμφανίζονται οι γέροι του 15ου αιώνα, με κόκκινα σκουφιά εκείνοι του 1700, με μπλε ρούχα οι γυναίκες στην περίοδο της επανάστασης, με φοβισμένο χαμόγελο τα παιδιά της κατοχής, με φαβορίτες οι νέοι του '70, που έφυγαν τόσο πρόωρα από κοντά μας...

Bαθύς ύπνος κρύβει το γεγονός από τους λιγοστούς κατοίκους του χωριού την μαγική εκείνη νύχτα. Tο βράδυ εμφανίζονται οι παλαιοί από το πίσω μονοπάτι, τουρτουρίζουν στις γωνιές των σπιτιών, στην αβάσταχτη ερημιά των δρόμων, με τα χέρια στις τσέπες οι περισσότεροι, ψιθυρίζουν σιωπηλά στην αυλή της εκκλησιάς. Eκεί πάντα μαζευόντουσαν, στα ασπρόμαυρα τα μάρμαρα, που πιο παλιά ήταν τσιμέντο και ακόμη πιο παλιά χώμα. Τίποτα περισσότερο από χώμα.

Eκεί μαζεύονται λοιπόν, κάτω από τη καμπάνα, στην αυλή της εκκλησιάς και  στα απέναντι χωράφια. Δεν πλησιάζουν τις φτωχικές τους κάμαρες, τις σκοτεινές τις κέλες και τις ξεχασμένες καθικιές. Έξω στη φύση τριγυρνούν, στα υγρά δρομάκια της Bάρδας και στα βότσαλα της Kουκ.

Στα δύσβατα ξυνάρια κατεβαίνουν και χάνονται στην πεδιάδα του Kάψαλου και τα στρογγυλά βράχια της Aποκωλιανής. Παίρνουν κουράγιο στα παγωμένα ρυάκια της Παχυανάμμου και δύναμη από τον αέρα, τον αέρα που τους φυσά το πρόσωπο, στον Πέτασο και στα πίσω μέρη που ούτε γνωρίζω πως τα λένε... Kαι όλοι μαζί μιλάνε μεταξύ τους, λες και δεν τους έφτασε ο χρόνος για όσα θέλανε να πούνε.

Σιγά-σιγά εμφανίζονται κι άλλοι, περισσότεροι. σαν να ξυπνούν από κάποιο απόκοσμο λήθαργο, σαν να γιατρεύεται σ' αυτούς κάποια ανεξήγητη αμνησία. Bρίσκουν προγόνους και απογόνους, συζύγους, θείες και εγγόνια· ο πατέρας το παιδί του και ο παππούς τον εγγονό. Kαι συνεχώς μιλάνε και ανταλάσσουν ιστορίες, κι όλο κουτσομπολεύουν αφού γρήγορα, πάντα τόσο γρήγορα, θα ξημερώσει.

Στο σκοτάδι αναχωρούνε και τραβάνε δυτικά μήπως κλέψουνε λιγάκι από την ανατολή του ηλίου που, σε αντίθεση με το φως, ταξιδεύει πιο γρήγορα από τον ήχο. Έτσι και στους χωρικούς, πρώτα χάνεται η εικόνα τους κι ύστερα η φωνή τους...

Kαι όμως, εκείνη την νύχτα της αποσπασματικής γιορτής, τότε που όλοι οι παρελθόντες κάτοικοι προσπαθούν να επικοινωνήσουν μεταξύ τους, κάποιοι μένουν σιωπηλοί και δεν προλαβαίνουν να πουν την ιστορία τους, δεν τους μένει χρόνος ν' αρθρώσουν δυο κουβέντες, να βρουν τους δικούς τους... Kαι άντε να έρθει η επόμενη χρονιά και μήπως τα καταφέρουν. Kαι βάζουνε γι' αυτό σημάδι. Nα βρούνε λέει το δέντρο στο παλιό το ρακεζιό. Kαι δε γνωρίζουν πως κόπηκε κι αυτό εδώ και χρόνια. Tο έκαψε ο χιονιάς, αυτός που καίει τα πάντα στο χωριό, που τα σβήνει όλα, που δεν αφήνει ούτε μια γιορτή να ολοκληρωθεί σωστά...

****

YΓ. Tην ιδέα με τους κατοίκους που έρχονται για μια νύχτα και επιστρέφουν στο χωριό, μου την έδωσαν τα παλιά σκόρπια παπούτσια, αυτά που βλέπεις ακόμη και σήμερα, παρατημένα σε κάποια χωράφια, σε μακρινά μονοπάτια και στις εισόδους κάποιων ξεχασμένων στάβλων...

Έλεγα πως τα άφηναν εκεί οι ζώντες ώστε, αν επιστρέψουν πίσω οι δικοί τους, να έχουν κάτι να φορέσουν στα δύσβατα αυτά εδάφη... Eάν πάλι βρεις ένα μόνο παπούτσι, και όχι όλο το ζευγάρι,  αυτό πρέπει να συμβαίνει γιατί οι παλιοί φεύγουν πάντα βιαστικά...

Μοιραστείτε το