Βωλάξ, Τήνος. Τόπος όμορφος και ζωντανός. Χωριό αγαπημένο. Μέρος που θέλουμε να προστατέψουμε και να αναδείξουμε πιο πολύ από ποτέ! Εκτιμούμε όλα όσα μας προσφέρει μέσα απ' την ιστορία και την κουλτούρα του, μέσα από την αξεπέραστη φύση και τις αξίες των ανθρώπων του...
Ακολουθήστε μας!

Αντί κειμένου, κάποιες αναμνήσεις για τον Γιάννη τον Ταζέλο.

Το σώμα μου ντρέπεται. Με πάει πίσω-πίσω και με κρύβει. Μια κουκουβάγια είναι το σώμα μου. Βλέπει φώτα και κρύβεται. Φωνές ακούει και τρομάζει. Γνωστούς κοιτά και κοκκινίζει. Το σώμα μου είναι βιαστικό. Γι αυτό με σέρνει μαζί του. Με παίρνει καμιά φορά απότομα, φοβάται μη με χάσει. Ποιος ξέρει γιατί. Αφού αυτό στο τέλος θα μ' αφήσει πρώτα...

«E φυσικά τον θυμάμαι όταν ήταν νέος: εργατικό παιδί!»

«Α! παληκάρ'! Θα' ταν 27 χρονώ, στον ανταρτοπόλεμο. Τα 4 τσιγάρα έκαναν ένα πενηνταράκ'. Τα 'κοβε στη μέσ' και μού 'λεγε: "Να! Έχουμι σφαίρις τώρα"! Τι γέλια κάναμε... Έχουμι σφαίρις!»

«Μέχρι να πάει στου στρατό ήνταν κανονικός άνθρωπος... Εκεί πρέπ' νά 'φαγε τη κουνιά, κι όταν γύρισε δεν ήτα πια ίδιος... έπαψε και να μιλά... Δεν ήτα πια ίδιος. Ξέρεις τι πλάκες κάναμι πριν; Α! πολύ γέλιο...»

«Όταν είχα δει τα Πάθη του Χριστού του Παζολίνι; Ποιου ήτανε; Αυτά που τα παίζει η τηλεόραση κάθε Πάσχα... Ε, εκεί, υπήρχε κάποιος κοντά στο Χριστό –δεν ήταν από τους μαθητές του του– αλλά έπαιζε κάποιον της εποχής. Λοιπόν, μόλις τον είδα, με τα μούσια και τη φάτσα αυτή, ήταν ίδιος ο Νταζέλος, ίδιος σου λέω! Και σαν τον δικό μας στη ταινία: Λίγο πιο πίσω, να κοιτάει και να μη μιλάει... Άμα έρθει το Πάσχα δες το! Τα παίζει κάθε χρόνο η τηλεόραση... Tον θυμάσαι εσύ, ίδιος με τον Γιάννη, σου λέω, δίπλα στον Χριστό!»

«Πάνε αρκετά χρόνια που είχα την τύχη να συναντήσω τον μπάρμπα-Γιάννη τον Πιπέρη, τον Γιαννούλα που λέμε. Κατέβαινα από το Άπλωμα προς το Βουνό ενώ, εκείνος, ανέβαινε από την Τσαβαγιάννη. Αφού τον χαιρέτησα, τον ρωτώ: Ε! κυρ Γιάννη τι κάνουμε; Τώρα είμαι καλά. Αλλά υπέφερα πολύ, πάνω από τρεις μήνες! Είχα κρυώσ’ με τις πρώτες βροχές και δεν μπορούσα να γίνω καλά. Πήγα στ' Χώρα κι αγόρασα φάρμακα, και ο γιατρός μου 'δωσε ενέσεις αλλά δεν γινόμουν καλά με τίποτα. Έβραζα, δεν μπορούσα να περπατήσω. Πριν από κανένα μήνα, να έτσι σαν τώρα, πάλ’ ερχόμουν για το χωριό και κατέβαινε ο Ταζέλος. Ε!, μ’ λέγει, ήντα κάνεις; Τ’ λέω, δεν είμαι καλά με το στανιό περπατώ. Τρίφτ'κες με πετρέλαιο, μ’ κάνει. Με πετρέλαιο; Ναι, και φευγ’ για τη Λαμπίρη. Πήγα στο χωριό και το λέω στη γυναίκα μου. Τρίφ'κα καλά-καλά και ξάπλωσα στα ζεστά… Ε! αυτό ήταν το φάρμακο. Από τότε κάθε μέρα λέω το πατρημό στο σχόριο του μπαμπά τ'. Είδες εκείνον που λέμε για τρελό… Εκείνος ήξερε πολλά… μα να π' δεν μ’λούσε σε κανένα»

«Πριν από είκοσι χρόνια δεν υπήρχε τουρισμός όπως τώρα (τέλος πάντων). Και αν έλειπε ο Κακάλας, έπρεπε να φτάσει κάποιος μέχρι τη κεντρική πλατεία (που δεν τη λέγαμε πλατεία τότε) για να βρει τον επόμενο κάτοικο. Εμείς καθόμαστε στη βεράντα, έξω. Ήταν καλοκαίρι. Ο Ταζέλος ήταν απέναντι, ξέρεις, και μας κοίταζε. Έτσι, παρακολουθούσε. Εμείς καθόμασταν πίσω, προς τη πόρτα. Κάποια στιγμή φτάνουν κάποιοι τουρίστες, δικοί μας, και τον βλέπουν μπροστά τους. Τον ρωτούν λοιπόν, πως πάνε για την εκκλησία. Αυτός δεν απάντησε, ήταν και λίγο ντροπαλός, γύρισε από την άλλη πλευρά. Γυρνάει τότε η τουρίστρια και λέει στους άλλους δίπλα της: "σε όλο το χωριό δεν είδαμε ούτε έναν, και στον πρώτο που πέφτουμε δεν μας απαντάει, χωριό είναι αυτό!"»

«Το μόνο καλό που κάναν οι τουρίστες ήταν στο να μιλήσει ο Ταζέλος. Από τότε που ερχόντουσαν συνέχεια και γέμισαν το χωριό, άρχισε δειλά-δειλά να μιλάει! Εδώ είχαν άποψη όλοι οι ξένοι και δεν θα μπορούσε να πει κι αυτός κάτι, που ήταν και δικό του το χωριό...»

«Τον θυμάμαι στη γωνία, δίπλα στον μικρό βράχο, στο χωραφάκι απέναντι από το σπίτι της γιαγιάς να μας κοιτάει. Στο σημείο αυτό (κομβικό) μπορούσες να δεις και στους τρεις δρόμους. Τα βράδια μερικές φορές τρόμαζα. Όχι από αυτόν. Ήταν όμως σκοτεινά, δεν είχε φως, αυτός πάλι είχε "καμμένο" δέρμα, σκούρο (όλη μέρα στους ήλιους), φόραγε τα γκρι ρούχα, αθόρυβος στο σκοτάδι, δεν φαινόταν τίποτα. Εμείς τρέχαμε και ξαφνικά πέφταμε μπροστά του, σ' έσκιαζε κάπως. Όταν μεγαλώσαμε τον χαιρετούσαμε: του λέγαμε "γειά σου Γιάννη", δυνατά κιόλας, όχι για να μιλήσει, αλλά για να δείξουμε ότι δεν φοβόμαστε πια. E, είχαμε μεγαλώσει. Και που λες, όταν μεγάλωσε αυτός, δδυο-τρία χρόνια πριν πεθάνει, μονολογούσε... Σου απευθυνότανε κανονικά, και γέλαγε. Την πρώτη φορά που μου μίλησε, έμεινα. Γύρισε και μου είπε χαμηλόφωνα "τι να πεις τώρα;" και κούνησε το κεφάλι του! Το φαντάζεσε; 25 χρόνια ούτε λέξη και ξαφνικά μου είπε "τι να πεις..."!»

 

Την αληθινή μου ιστορία / δεν θα την διαβάσετε πουθενά. / Είναι γραμμένη έξω, στον αέρα. / Στην ερημιά των δρόμων / των σπιτιών και των ανθρώπων που αγάπησα. / Στη γη και στον ουρανό. / Στο πιο μεγάλο ανοιχτό βιβλίο /  αυτού του κόσμου.

 

Μοιραστείτε το