Βωλάξ, Τήνος. Τόπος όμορφος και ζωντανός. Χωριό αγαπημένο. Μέρος που θέλουμε να προστατέψουμε και να αναδείξουμε πιο πολύ από ποτέ! Εκτιμούμε όλα όσα μας προσφέρει μέσα απ' την ιστορία και την κουλτούρα του, μέσα από την αξεπέραστη φύση και τις αξίες των ανθρώπων του...
Ακολουθήστε μας!

Λέγαμε να ερευνήσουμε τον μύθο της Παναγίας της Καλαμάν. Να φτιάξουμε μια περιπατητική ομάδα που θα δοκιμάσει να ακολουθήσει, μέσα από τα παλιά δρομάκια, την πιθανή πορεία που ακολούθησαν οι Τούρκοι από το Ξώμπουργο (Κάστρο) μέχρι την ευρύτερη περιοχή της Καλαμάν. Σκεφτόμαστε να την σημειώσουμε, να πάρουμε φωτογραφίες και να ηχογραφήσουμε τις σκέψεις της ομάδας για το πως ο εχθρός δεν μπόρεσε να βρει τους κατοίκους του χωριού μας.

Mέχρι να γίνει αυτό, θα είχε ενδιαφέρον να δούμε τι συνέβαινε «εκείνα τα χρόνια», για να έχουμε μια πρώτη εικόνα με τα δεδομένα της εποχής.

Ο Πίρι Ρέις (Pîrî Reis, περ.1470-1554) ήταν διάσημος Οθωμανός ναυτικός, ναύαρχος και χαρτογράφος. Χριστιανικής και πιθανόν Ελληνικής καταγωγής, ήταν ανηψιός του Κεντάλ Ρέις, ενός πειρατή που έγινε διάσημος για τις μαχητικές του ικανότητες σε ναυμαχίες. Το 1495 ο Κεντάλ Ρέις έλαβε επίσημο φιρμάνι από τον σουλτάνο Βαγιαζίτ Β' (1481-1512) να συνδεθεί με την τουρκική πολεμική αρμάδα με το βαθμό του ναυάρχου. Πήρε μαζί του και τον ανιψιό του, ο οποίος επίσης εντάχθηκε με τον ίδιο βαθμό. Με αυτόν τον τρόπο οι δυο κουρσάροι έγιναν ναύαρχοι. Η συμμετοχή τους στις μάχες ενάντια στην βενετσιάνικη αρμάδα ήταν εντυπωσιακή (1500-1502). Ο Πίρι Ρέις όμως έγινε θρύλος λόγω της χαρτογραφικής του τέχνης. Στον περίφημο πορτολάνο που σχεδίασε, χρησιμοποίησε ως πηγές διάφορους χάρτες, ακόμη και του ίδιου του Χριστόφορου Κολόμβου. Ως συγγραφέας μιας λεπτομερειακής μελέτης για τη Μεσόγειο με τίτλο Κιτάμπ Μπαχρίγιε (Kitab-i Bahriye) περιέλαβε, στο κεφάλαιο İstendil (Iστεντίλ= Τήνος), το νησί μας. [Walters manuscript W.658]

Το κάστρο του νησιού

Το κάστρο της Τήνου βρισκόταν στη ΒΑ-ΝΑ πλευρά του βουνού του Ξώμπουργου. Το υπόλοιπο μέρος του ογκόλιθου του βουνού ήταν «οχυρωμένο» από τη φύση και απροσπέλαστο στους εχθρούς. Για το λόγο αυτό χρειαζόταν τεχνική οχύρωση μόνο η πλευρά που ήταν χτισμένη η πόλη. Πριν φτάσει ο επισκέπτης στην κεντρική πύλη του κάστρου, περνούσε μέσα από στενά σοκάκια του Borgo. Στο Borgo υπήρχαν 98 κτίρια (σπίτια και μαγαζιά) και δύο εκκλησίες. Οι ιδιοκτήτες των μαγαζιών ήταν, ως επί το πλείστον κάτοικοι του Κάστρου, που τη νύχτα επέστρεφαν στα σπίτια τους μέσα στα τείχη. Οι κάτοικοι του Borgo ήταν οι περισσότεροι γεωργοί και καλλιεργούσαν τα χωράφια της περιοχής. Η μόνη τους προστασία, σε περίοδο εχθρικής εισβολής, ήταν να κλειστούν κι αυτοί, όπως κι οι περισσότεροι κάτοικοι των χωριών, μέσα στα τείχη του Κάστρου. Μαγαζιά μέσα στην πόλη δεν υπήρχαν και για το λόγο αυτό το Borgo αποτελούσε και την δημόσια αγορά της πόλης, αλλά και όλου του νησιού. Εκεί έφερναν οι ντόπιοι κι οι ξένοι έμποροι τα εμπορεύματά τους και κατέβαιναν οι αρχόντισες και οι υπηρέτριες για τις αγορές τους.

Από την μεγάλη πύλη, στην οποία κατέληγε ο κεντρικός δρόμος του Borgo, περνούσε κανείς μέσα στην πόλη του Κάστρου. Μια μικρή ομάδα από στρατιώτες έκανε τον απαραίτητο έλεγχο σ' όλους εκείνους που περνούσαν την πύλη για να μπουν στην πόλη. Μέρη του τείχους ήταν τα σπίτια και τα παράθυρά τους, ακριβώς πάνω στην πύλη, σε σημείο που να χαρακτηρίζονται επικίνδυνα επειδή θα μπορούσε να ακούσει κάποιο αδιάκριτο αυτί το σύνθημα που επέτρεπε την είσοδο. (βλ. post «Και οι τοίχοι έχουν αυτιά...»)

Η πύλη, σύμφωνα με όσα έχουν γράψει μερικοί κρατικοί επιθεωρητές, είχε ανάγκη από μεγαλύτερη προσοχή και επιμέλεια, γιατί δε λαμβάνονταν πάντα τα απαραίτητα μέτρα ασφάλειας, ώστε να είναι θωρακισμένο το λεπτότερο αυτό σημείο του Κάστρου. [π. Μάρκος Φώσκολος, Το Κάστρο της Τήνου ανά τους αιώνες, Αθήνα 1999]
 

Χάρτης της Τήνου (Τine) δημιουργημένος από τον βενετό Giacomo Franco το 1597, μέσα από το βιβλίο του "Viaggio da Venetia a Constantinopoli per Mare". Το Κάστρο στο Ξώμπουργο εμφανίζεται σε πρώτο πλάνο. Δίπλα του σειρά ανεμόμυλων που άλεθε το σιτάρι για να έχουν τροφή οι κάτοικοι του νησιού. Στα αριστερά, υπάρχει και η νησίδα Πλανούδι στον Πάνορμο με τον πύργο της.

Το κάστρο του νησιού

Το τείχος είχε περιφέρεια 600 περίπου μέτρων, με τα σχετικά απαραίτητα οχυρώματα: ΝΑ ένα υψηλό πύργο από όπου εξασφαλιζόταν η οπτική ανίχνευση της θάλασσας. Α το λεγόμενο μισοφέγγαρο δηλ. ένα ημικυκλικό οχύρωμα. Α–ΒΑ και στη μέση του τείχους ήταν το κεντρικό οχύρωμα (επάνω ακριβώς από το Borgo) όπου βρισκόταν τοποθετημένα τα κανόνια και απ' όπου δινόταν τις περισσότερες φορές ο αγώνας ενάντια στους πολιορκητές. ΒΑ βρισκόταν ένας υψηλός τετράγωνος πύργος ο επονομαζόμενος «πούντα» (La Punta), που μπορούσε να ελέγξει όλη την περιοχή προς τη Χώρα του Αγ. Νικολάου και το πέλαγος μέχρι τη Δήλο. Στα ΒΔ υπήρχε ένα καλά οχυρωμένο κομμάτι τείχους, με τη δευτερεύουσα πύλη (το «παραπόρτυ») που οδηγούσε προς τα Κάτω Μέρη του νησιού.

Από τη δεύτερη αυτή πύλη εισέρχονταν στο Κάστρο όχι μόνο οι κάτοικοι των περισσοτέρων χωριών, αλλά και όλα τα ζώα που έφερναν μαζί τους για να έχουν την απαραίτητη τροφή οι πολιορκημένοι και για να τα γλιτώσουν από την αρπαγή των επιδρομέων. Εκεί κοντά βρίσκονταν ακόμα και κάποιες πρόχειρες κατοικίες στις οποίες τακτοποιούνταν προσωρινά οι χριστιανοί σκλάβοι που διέφευγαν από τους Τούρκους, μέχρις ότου τους δοθεί η ευκαιρία να φύγουν για τα «μέρη της χριστιανοσύνης».

Εκεί δίπλα βρίσκονταν και οι μεγάλες αποθήκες σιτηρών, στις οποίες συνεισέφεραν κάθε χρόνο όλοι οι κάτοικοι του νησιού, ώστε να είναι εξασφαλισμένη η διατροφή των κατοίκων της πόλης, των στρατιωτών και όλων των άλλων που είχαν αναζητήσει καταφύγιο μέσα στα τείχη στις περιόδους επιδρομών και κατά τη διάρκεια των πολιορκιών του Κάστρου. 18 κοντινοί ανεμόμυλοι επεξεργάζονταν αυτά τα σιτηρά και άλλοι εκατό χειροκίνητοι μύλοι βρίσκονταν μέσα στο Κάστρο, έτοιμοι να χρησιμοποιηθούν σε περίπτωση ανάγκης. Και έχουμε ήδη αναφέρει πως το μεγαλύτερο μέρος των τειχών προστατευόταν από ένα πρόχειρο τείχος στα ιδιαίτερα αδύνατα σημεία του.

Η πόλη και το φρούριο της Τήνου κατά τον Francesco Basilicata (1618) από το Αρχείο Της Βενετίας (βλ. επόμενο σχεδιάγραμμα).

1. Βράχος, 2. Το Φρούριο, 3. Η Αγ. Ελένη, 4. Φρουρά, 5. Αποθήκη, 6. Δεξαμενή ύδατος, 7. Το υψηλότερο σημείο, 8. Η κατοικία του φρούραρχου, 9. Η Αγ. Σοφία, 10. Η Αγ. Τριάδα, 11. Η Αγ. Παρασκευή (ορθόδοξη εκκλησία), 12. το Παραπόρτι, 13. Quartiero, 14. Xαμηλό οχήρωμα, 15. Καθεδρικός ναός, 16. Ο Προμαχώνας, 17. Τείχος, 18. Η πύλη, 19. Ο ναός Panigra, 20. Η Mezzaluna, 21. Η Πούντα, 22. Το Borgo, 23. Δρόμος προς τα Λουτρά, 24. Κεντρικός δρόμος (Corsa)· Αυτός που μέχρι σήμερα μας οδηγεί από το Πεντόστρατο στο Ξώμπουργο, 25. Δρόμος προς τον Κέχρο· τότε προέκταση του προηγούμενου δρόμου, 26. Δρόμος προς την Καριά, 27. Δρόμος προς τον Μουντάδο, 28. Δρόμος προς τον Αγ. Νικόλαο (σημερινή Χώρα)· Ο παλιός αυτός δρόμος (μονοπάτι) υπάρχει μέχρι σήμερα και αξίζει κανείς να τον κατέβει μέχρι την Χώρα. Περνάει μέχρι τον Σμουρδιά και συνεχίζει μέχρι την συμβολή Παλλάδας – Σ. Φραντζέσκο, 29. Η πόλη.

Κάτοικοι και σπίτια

Αναφέραμε ήδη τα 100 κτίρια του Borgo. Ο αριθμός των κατοίκων δεν ήταν πάντα σταθερός· άλλοτε αναφέρεται πως ξεπερνούσαν τις 2.000 κι άλλοτε δεν ότι δεν έφταναν ούτε τους 1.000. Είναι δύσκολο να κρίνουμε ποιος αριθμός αντιπροσωπεύει πιστά τη δημογραφική κατάσταση της πόλης. Όπως και να είναι, υπήρχε μεγάλη δυσαναλογία ανάμεσα στον αριθμό των κατοικιών και στον πληθυσμό. Σίγουρα τα σπίτια ήταν κτισμένα το ένα επάνω στο άλλο και οι συνθήκες δεν ήταν εύκολες. Από την άλλη, οι δυσκολίες ανταμείβονταν με την ασφάλεια που εξασφάλιζαν τα τείχη και ο στρατός που επαγρυπνούσε.

Από μια γενική περιγραφή ενός σπιτιού που διασώθηκε, μπορούμε να βγάλουμε συμπέρασμα για την ασφυκτική κατάσταση που επικρατούσε μέσα στην πόλη, αλλά και μέσα στα ίδια σπίτια, εξαιτίας της έλλειψης χώρου.
[ο.π. Φώσκολος] Ανάμεσα στα σπίτια βρίσκονταν και οι μεγάλες δεξαμενές του νερού, οι οποίες όμως δε χρησιμοποιούνταν παρά μόνο σε περίπτωση πολιορκίας. Οι δεξαμενές αυτές συγκέντρωναν το νερό της βροχής και το νερό που «στράγγιζε» ο βράχος. Η συνολική ποσότητα του νερού, που ήταν δυνατό να συγκεντρωθεί στις δημόσιες και ιδιωτικές δεξαμενές, έφτανε τα 2 εκατομμύρια λίτρα, ποσόν που δεν το θεωρούσαν αρκετό, για να αρκέσει σε μια πολιορκία μέσα στο καλοκαίρι, όταν οι ανάγκες θα ήταν μεγαλύτερες, αλλά και το επίπεδο νερού κατεβασμένο.

Για το λόγο αυτό έγιναν προτάσεις από διάφορους στρατιωτικούς επιθεωρητές, σε διάφορες εποχές για να κατασκευαστούν και νέες δεξαμενές, ώστε το νερό να μη δημιουργεί πρόβλημα. Το νερό της καθημερινής χρήσης μεταφερόταν κάθε μέρα από τις δύο πηγές που σώζονται μέχρι σήμερα στους πρόποδες του γρανιτένιου βράχου, από ανθρώπους που το φόρτωναν σε ζώα και το πουλούσαν μέσα από βαρέλια. Οι ίδιοι αυτοί ήταν υποχρεωμένοι να μεταφέρουν το νερό στο σπίτι του ρέκτορα του νησιού και στο Επάνω Κάστρο της Αγ. Ελένης για τους στρατιώτες.

Λίγο νοτιότερα από τον καθεδρικό ναό της Sancta Maria (το φάρδος ήταν μεγαλύτερο από το μήκος λόγω της στενότητας του χώρου) βρισκόταν μια πέτρινη σκάλα που οδηγούσε στο Κάστρο της Αγ. Ελένης. Φαίνεται πως αρχικά ήταν η κατοικία των Γκίζηδων, που μετατράπηκε στη συνέχεια, από τους Βενετούς, σε πολεμικό φρούριο. Πράγματι, απαγορευόταν αυστηρά η είσοδος σ' αυτό, εκτός βέβαια για εκείνους που ήταν επιφορτισμένοι με την άμυνα του νησιού και που οι περισσότεροι κατοικούσαν μέσα στα τείχη του. Για το λόγο αυτό υπήρχαν, εκτός από τις φρουρές, και σιδερένιες πόρτες που έπρεπε να περάσει κανείς μέχρις ότου να φτάσει στην κορυφή του βουνού, όπου βρίσκονταν η εκκλησούλα της Αγ. Ελένης και τα τρία κανόνια, συνεχώς να κτυπήσουν τους στόχους τους στη γύρω περιοχή.

Η γνωστή λιθογραφία του Dapper (1687) με το Κάστρο της Τήνου. Το βελάκι δείχνει τον βραχώδη όγκο «της Φούρκας το β'νί», όπου από πίσω του «κρύβεται» το χωριό Βωλάξ.


O δρόμος για το Ξώμβουργο σήμερα.

Ο λόφος των Ικριωμάτων

Κύριος στόχος των κανονιών ήταν ο λόφος των Ικριωμάτων (delle Forche) που βρισκόταν απέναντι και πάνω από το χωριό Κουμάρος, γιατί το σημείο εκείνο θα μπορούσε ο εχθρός να επιφέρει καταστροφές στο εσωτερικό της πόλης και του Κάστρου, αν κατάφερνε να μεταφέρει κανόνια. Λαβαίνοντας κανείς υπόψη του το ύψος από το οποίο εκτοξεύονταν οι σιδερένιες και μαρμάρινες «μπάλες» των κανονιών, εύκολα καταλαβαίνει το πόσο ήταν καταστροφικές.

Γενικά η περιοχή αυτή, μεταξύ Κάστρου και Βωλάξ, χαρακτηρίζεται από βραχώδεις όγκους. Εξάλλου, την ονομασία του το χωριό Κουμάρος την οφείλει στην ύπαρξη του «μεγάλου γρημνού», του κομμού > κομμάρος > κουμάρος, ο οποίος υπέρκειται, και όχι στα κούμαρα (καρπός θάμονου) που δεν υφίστανται. Ως οικιστική μονάδα, μάλιστα, είναι παλαιότερη του 15ου αιώνα και πιστοποιείται από την ύπαρξη επιθέτου "Κουμαριανός" σε έγγραφο του 1444.

Στο λόφο των Ικριωμάτων, στης Φούρκας το β(ου)νί όπως τον λένε, η μορφολογία του βράχου είναι απότομη και οξεία και για να φτάσεις στην κορυφή πρέπει να περάσεις μέσα από στενωπούς, από στενές ορεινές διαβάσεις, από «φούρκες» δηλαδή. Βέβαια, «φούρκα» λέγεται συχνότερα ο ξυλότυπος στήριξης που μπορεί να είναι είτε ένας πάσσαλος διχαλωτός (δίκρανον), είτε «δοκός εν σχήματι Τ ή σταυρού», ξύλο με διχάλα στην άκρη για στήριξη > κατ' επέκταση το δοκάρι των δημοσίων εκτελέσεων, η αγχόνη. Όλη αυτή η σκληρότητα οδηγεί εννοιακά και στην έννοια του τσατισμένου, του θυμωμένου («φουρκίζουμι»).

Αυτό θα είναι ένα από τα βασικά μας σημεία για την καλοκαιρινή διαδρομή.

Φρουρά του Κάστρου

Μέσα στο φρούριο –που αποτελούσε το παλιό κάστρο των Γκίζηδων– κατοικούσε ο φρούραρχος, οι στρατιώτες–μισθοφόροι που κάθε πέντε χρόνια έρχονταν από την Ιταλία, και μερικοί στρατιωτικοί υπάλληλοι. Μέσα σε αυτό το φρούριο υπήρχε μια δεξαμενή νερού και οι τρεις αποθήκες οπλισμού και πυρομαχικών. Γνωρίζουμε ότι από πτώση κεραυνού στα 1653 προκλήθηκαν σημαντικές ζημιές μέσα στον υψηλότερο πύργο του κάστρου στον οποίο φυλασσόταν η πυρίτιδα. Στα 1655 κτίσθηκαν δύο μεγάλες αποθήκες σταριού και κριθαριού, βασικών συστατικών σύτισης των κατοίκων.

Ο φρούραρχος ήταν έμμισθος, ντόπιος, τον εξέλεγε κάθε χρόνο η Κοινότητα του νησιού και είχε στη διάθεσή του 36 ντόπιους στρατιώτες που εκτελούσαν την αποστολή της φρουράς του κάστρου της Αγ. Ελένης. Ο φρούραρχος δεν είχε δικαίωμα να βγει από το νησί κι ούτε κι από την πόλη και από τον Απρίλη μέχρι τον Νοέμβρη έπρεπε να μένει αναγκαστικά μέσα στο φρούριο. Αυτή, συνήθως ήταν η περίοδος που ο τουρκικός στόλος έβγαινε από τα Δαρδανέλια και κατέβαινε στο Αιγαίο. Την ίδια περίοδο διαρκούσαν και οι φρουρές (βίγλες) σε διάφορα σημεία του νησιού, τόσο τη μέρα όσο και τη νύχτα (βλ. ιστορία εκκλησίας Kαλαμάν)

O τουρκικός στόλος βγαίνει από τα Δαρδανέλια και κατεβαίνει στο Αιγαίο με προορισμό την Τήνο.

Πληροφορίες των αρχών του 17ου αιώνα μας αναφέρουν πως από τους 774 κατοίκους μόνο οι 200 ήταν άνδρες που μπορούσαν να προσφέρουν στρατιωτικές υπηρεσίες σε περίπτωση κινδύνου. Οι υπόλοιποι ήταν γυναίκες, γέροι, παιδιά, άρρωστοι κ.λπ. Παρ' όλα αυτά, για την άμυνα του νησιού ήταν επιφορτισμένοι όλοι οι άνδρες του νησιού που μπορούσαν να κρατήσουν όπλα ηλικίας από 18-34 (1.500-2.000 άτομα πολιτοφυλακή), 120 περίπου στρατιώτες-μισθοφόροι που μισθώνονταν από τη Βενετία και 60 περίπου αρβανίτες που είχαν εγκατασταθεί στην περιοχή του Πανόρμου και φρόντιζαν για την άμυνα της απομακρυσμένης από το Κάστρο της Τήνου περιοχής. Σ' αυτούς πρέπει να προστεθούν οι αξιωματικοί τους, τρεις ιππότες κι τέσσερις ειδικοί στα κανόνια. Στα 1658 δημιουργήθηκε σώμα μηχανικού οχυρώσεων αποτελούμενο από 414 άνδρες, οι περισσότεροι από τους οποίους μεταφέρθηκαν στον Χάνδακα το 1663 προκειμένου μαζί με τους Κρητικούς να πολεμήσουν και να επισκευάσουν τα τείχη.

Ο ρέκτορας του νησιού είχε την γενική φροντίδα, ώστε οι ζημιές του τείχους και του φρουρίου, είτε αυτές ήταν αποτέλεσμα πολιορκίας, είτε προέρχονταν από τον χρόνο και τις καιρικές συνθήκες, να επιδιορθώνονται το συντομότερο δυνατόν, κάτι για το οποίο (πιθανόν λόγω έλλειψης κονδυλίων) έδειχναν αμέλεια. Πολλά είναι τα έγγραφα που δείχνουν ότι το Κάστρο είχε ανάγκη ριζικών επιδιορθώσεων και αλλαγών.

Οι διάφορες αλλαγές στο φρούριο και στο τείχος αποφασίζονταν στη Βενετία και τα σχέδια τα κατάρτιζαν ειδικοί μηχανικοί και αρχιτέκτονες. Κάποιος από αυτούς πήγαινε επί τόπου για να επιστατήσει ως «πρώτος» στην εκτέλεση του έργου. Για τις τρέχουσες επιδιορθώσεις, όμως, ήταν επιφορτισμένη μια τεχνική ομάδα από ντόπιους μαστόρους. Κάθε χρόνο, σε ορισμένη περίοδο, έπρεπε να συγκεντρωθούν στο Κάστρο κάτοικοι του νησιού ώστε να προσφέρουν την «αγγαρεία» τους. Με το τεχνικό όρο «αγγαρεία» αναφέρονται οι προσωπικές εργασίες που ήταν υποχρεωμένος ο κάθε υπήκοος να προσφέρει για την κοινή άμυνα. Κάποιοι έκοβαν κι ετοίμαζαν τις πέτρες και μια άλλη μεγαλύτερη ομάδα έχτιζε. [ο.π. Φώσκολος]

Το Borgo στον Kώδικα Βαπτίσεων της Βωλάξ (1768).

Σχέση Κάστρου και Βωλάξ

Το Borgo αποτελούσε τη δημόσια αγορά όλου του νησιού (ότι ήταν η Χώρα τις δεκαετίες του 1960-'80) γι αυτό και δεν έλειπαν οι επαφές των κατοίκων του χωριού μας με αυτό. Εικάζουμε ότι τα καλάθια, κατά κύριο λόγο, και η πωλήση λοιπών προϊόντων αποτελούσε την βάση αυτής της επαφής. Ίσως ακόμη από τα παλαιότερα χρόνια, από την εποχή που ήκμαζε στην Τήνο η εκτροφή και η συντήρηση του μεταξοσκώληκα απ' όπου έβγαινε το φημισμένο άλλοτε τηνιακό μετάξι, με το οποίο οι γυναίκες κατασκεύαζαν μεταξωτές κάλτσες, θαυμάσια γάντια και άλλα πλεκτά είδη περιζήτητα στις αγορές της Δύσης. Η ανάπτυξη της ξένης βιομηχανίας πλεκτών και μια αρρώστια του μεταξοσκώληκα που ενέσκηψε, εξαφάνισε τη βιοτεχνία αυτή. Σίγουρα, πάντως, μάστοροι και χτίστες της Βωλάξ πήραν μέρος στις συχνές επιδιορθώσεις των τειχών και άλλων κτισμάτων του οικισμού όχι μόνο ως «αγγαρείες» αλλά και επί πληρωμή. Από το 1620 βρίσκουμε όνομα αρχιμάστορα –κάποιον Ανδρέα Φόσκαρη– με καταγωγή το χωριό μας.

    Σε αυτή την νοταριακή σημείωση του 1849 καταχωρίζεται στα έσοδα/έξοδα της ενορίας της Βωλάξ το όνομα του γιατρού Luigi, από το Κάστρο («il medico di Borgho»).

Δύο ήταν οι οικογένειες που απέκτησαν το αξίωμα του «καστελλάνου», διοικητέ δηλαδή, στο Κάστρο της Τήνου, που μάλιστα από το έτος 1646 ήταν ισόβιοι. [Ψαράς σ.53, 83, 118, 138, 178, 181] Η Οικογένεια Σκούταρη ήταν η πρώτη που φαίρεται ότι απέκτησε το αξίωμα του "σκούταρη" (φρούραρχου) από τα υστεροβυζαντινά χρόνια. Από τις πλουσιότερες του νησιού, με μεγάλη δύναμη, μέλη της οικογένειας Σκούταρη, εμφανίζονται συχνά στους Κώδικες της Βωλάξ, κυρίως ως ανάδοχοι παιδιών (νονοί) σε βαφτίσεις.

Η δεύτερη οικογένεια ήταν η Πιπέρη η οποία μαρτυρείται στο νησί ήδη από το 1456. [π. Φώσκολος, Το Φέουδο, σ.294] Μεγάλη και πλούσια οικογένεια «που πάντα είχε ρίζες Χιώτικες και τη βρίσκουμε να εμπορεύεται αμύγδαλα και να διαθέτει και ακίνητη περιουσία στην Τήλο και τη Σαντορίνη». [Κουτελάκης, Συμβολή, σ.80] Είναι γνωστό ότι είχε δύο σπίτια στο Κάστρο της Τήνου και μεγάλη κτηματική περιουσία σε πολλά σημεία του νησιού, ενώ ένας από αυτούς στο δεύτερο μισό του 16ου αι. παντρεύτηκε δύο φορές –και τις δύο, “Κυρίες” (προσφώνηση που αντανακλά την αρχοντική καταγωγή τους). Αυτό σημαίνει ότι οι Πιπέρηδες ανήκαν στην ίδια κοινωνική τάξη, εκείνη της παλιάς φεουδαρχίας, ίσως πριν ή ταυτόχρονα με την άφιξη των Βενετών στο νησί το 1390. [π. Φώσκολος, Διαθήκη Σμαρδάκιτο αρ.26-27] Πάντως, το αξίωμα της οικογένειας Πιπέρη δείχνει να προέρχεται μέσα από τις διασπάσεις της οικογένειας Σκούταρη ένεκα των επιγαμιών. Το επώνυμο αυτό (Πιπέρης) συναντάται μέχρι σήμερα στο χωριό Βωλάξ.

Η επίθεση των Τούρκων

Μετά από αποτυχημένη προσπάθεια να καταλάβουν οι Τούρκοι το Κάστρο της Τήνου, και ήταν αρκετές (βλ. post «Παναγία Καλαμάν»), δοκιμάζουν φεύγοντας να χτυπήσουν το χωριό της Βωλάξ. Ο μύθος μιλάει για την προστασία της Παναγίας της Καλαμάν όπου «πανικόβλητοι οι πιστοί ικετεύουν την Παρθένα να τους προστατεύσει κι Εκείνη κάνει το θαύμα Της. Πυκνά καλάμια υψώνονται τριγύρω καλύπτοντας εκκλησάκι και χωρικούς, με αποτέλεσμα οι κατακτητές να φύγουν άπρακτοι».

 

Για τη μεταφορά maggie_06.15

Μοιραστείτε το