Βωλάξ, Τήνος. Τόπος όμορφος και ζωντανός. Χωριό αγαπημένο. Μέρος που θέλουμε να προστατέψουμε και να αναδείξουμε πιο πολύ από ποτέ! Εκτιμούμε όλα όσα μας προσφέρει μέσα απ' την ιστορία και την κουλτούρα του, μέσα από την αξεπέραστη φύση και τις αξίες των ανθρώπων του...
Ακολουθήστε μας!

Αναφερθήκαμε ειδικά σε μανέδες και νησιώτικα τραγούδια σε προηγούμενο άρθρο μας. Ένα σύνηθες φαινόμενο, που το βλέπουμε συχνά στις Κρητικές μαντινάδες, είναι να εκτελούνται τραγούδια στην ίδια μελωδία με διαφορετικούς, όμως, στίχους. Με αφορμή, λοιπόν, τους στίχους που γράφτηκαν για την... Βωλάξ, κάνουμε μια μικρή αναδρομή σε αυτό το θέμα.

Υπάρχουν κάποια τραγούδια που δεν έχουν δικούς τους στίχους. Αν θεωρούμε ότι τραγούδι είναι συγκεκριμένοι στίχοι και συγκεκριμένη μουσική, τότε αυτά δεν είναι τραγούδια. Είναι απλώς σκοποί, όπως γράφει ο Pepe. Το «Χορέψετε, χορέψετε», για παράδειγμα, πολλά μουρμούρικα ρεμπέτικα, δεκάδες συρτά, ταμπαχανιώτικα, δεν έχουν δικούς τους στίχους.

 

Ο Pepe συνεχίζει: «Αυτή η παράδοση γεννήθηκε και καλλιεργήθηκε κυρίως στο Αιγαίο. Συνδέεται άμεσα με την ομοιοκαταληξία, που αποτελεί ευρωπαϊκή επιρροή και φυσικά πρωτομπήκε στην ελληνική στιχουργική στα μέρη που είχαν φραγκοκρατία ή ενετοκρατία. Έφτασε και στα στεριανά μέρη, αλλά χωρίς ποτέ να αποκτήσει τόση διάδοση. Αντίθετα, στα νησιά και τα μικρασιατικά παράλια και ιδίως στα αστικά κέντρα έφτασε σε σημείο να περιορίσει και σχεδόν να εκτοπίσει την παλιότερη παράδοση του πολύστιχου τραγουδιού.

»Τα πολύστιχα από την πλευρά τους, είναι δύσκολα τραγούδια: είναι μακροσκελή, απαιτούν μνήμη από τον τραγουδιστή, υπομονή από τον ακροατή, χρόνο από το δίσκο, είναι βαρετά για τους οργανοπαίχτες που πρέπει να παίξουν 500 φορές την ίδια στροφή. Όπου δεν εγκαταλείφθηκαν συνολικά ως είδος, περιορίστηκαν σε λίγους πρώτους στίχους (π.χ. πάντα ήθελα να μάθω τι στο διάβολο γίνεται στου Παπαλάμπρου την αυλή, αλλά κανείς ποτέ δεν εδέησε να μου το αποκαλύψει) ή υποχώρησαν πλην ολίγων που ήταν εξαρχής πιο σύντομα και πιο εύπεπτα».

Το γνωστό νησιώτικο παραδοσιακό τραγούδι «Ντάρι-ντάρι» ήταν στην πραγματικότητα μια "πατινάδα" (αγαιοπελαγίτικη καντάδα). Το τραγούδι αυτό ξεκίνησε από την Απείρανθο της Νάξου, γι' αυτό ορθότερα λεγόταν «Απειραθίτικη Πατινάδα». Ο σκοπός του τραγουδιού ήταν πιο αργός και τον τραγούδαγαν ο νέοι στις κοπελιές προσθέτοντας σταδιακά και δικούς τους στίχους, ώσπου, στο τέλος έφτασε να γίνει πολύστιχο τραγούδι (άσχετα, αν στις νεώτερες εκτελέσεις [Ειρήνης Κονιτοπούλου, Πάριου (1982), Νάνας Μούσκουρη – Έλενας Παπαρίζου (2011], γνωρίζουμε μόνο τους τρεις πρώτους στίχους και το ρεφρέν. 

Τα διάφορα μουσικά παραδοσιακά συγκροτήματα που έδιναν συναυλίες στο θέατρο του χωριού, ή τραγουδούσαν στους ετήσιους χωρούς του Συλλόγου, έφτιαχναν και αυτά τραγούδια που τον τραγουδούσαν στον ρυθμό του «Ντάρι-Ντάρι». Το παρακάτω τραγουδήθηκε στην τελευταία εκδήλωση του καλοκαιριού, την σεζόν του 2006, και όπως λέχθηκε: «γράφτηκε ειδικά για το χωριό –από τους φίλους σας από την Σύρο– αφιερωμένο στο Σύλλογο της Βωλάξ και στον Πρόεδρό του»:

Παίξε ζαμπούνα δυνατά
Και συ ντουπί γεμάτα
Να πούμε για τον Σύλλογο 
δυο όμορφα λογάκια.

       Ντάρι ντάρι, ντάρι ντάρι, όλο το χωριό γιορτάζει.
       Ντάρι ντάρι, ντάρι ντάρι, κι έχουμε χαρά μεγάλη.


Στο Σύλλογο πού 'χει η Βωλάξ
θέλω κάτι να πούμε:
Να είναι πάντοτε καλά
Και όμορφα να γλεντούνε!

Τον Πρόεδρο που έχετε 
της Τήνου το καμάρι
πάντα να τον στηρίζετε, 
σας το ζητώ με χάρη.

Τήνο μου όμορφο νησί 
και ανεμοδαρμένο,
έχεις εδώ την Παναγιά,
και είσαι ευλογημένο

'Εχεις πάρα πολλά χωριά
μέσα στην αγκαλιά σου.
Το Εξώμβουργο και η Βωλάξ
Είναι το καύχημά σου!

Γεια και χαρά σου Πρόεδρε!
Να ζήσεις χίλια χρόνια!
Να χαίρεσαι να τραγουδάς,
και μην εβάζεις έννοια.

Στον ίδιο σκοπό της «Απειραθίτικης Πατινάδας» είχε δημιουργηθεί και το παρακάτω, πάλι απο μουσική παράσταση στο θέατρο του χωριού (τέλη δεκαετίας '90):

Πάμε στη Τήνο βρε παιδιά, τους Τηνιακούς να βρούμε.
Εκεί καημούς να πνίξουμε, μαζί τους σα γλεντούμε.

       Πάμε πάμε, πάμε πάμε, πάντοτε καλά περνάμε.
       Πάντοτε καλά περνάμε στο Βωλάξ όταν θα πάμε.


Πάμε να δούμε τα χωριά, στολίδια μεσ' στη φύση.
περιστεριώνες κέντημα, ξωκλήσια με τη δύση.

Ας πάμε πρώτα στο Βωλάξ, γνωστό στην οικουμένη.
Που 'ναι οι βράχοι στρογγυλοί, στον κόσμο ξακουσμένοι.

Θα βρουμ' ανθρώπους με καρδιά, πολύ αγαπημένους.
Που διακεδάζουν όμορφα, παρέα με τους ξένους.

Φτάνουν τα λόγια βρε παιδιά, το γλέντι περιμένει
Όλοι να μπείτε στο χορό, γνωστοί· μαζί και ξένοι.

Μπράβο σας βρε Βωλαξιανοί, λεβέντες είστε όλοι.
Που το μικρό σας το χωριό, έγινε περιβόλι!

Τα παλιά τα χρόνια, οι καλύτεροι στιχοπλόκοι των χωριών έφτιαχναν (δίστιχα, κυρίως) ποιηματάκια και τα απήγγειλαν στα σημαντικά γεγονότα, κυρίως στους γάμους. Ο πρόσφατος εφημέριος του χωριού, π. Ρόκκος Ψάλτης, έχει σώσει κάποια από αυτά που έφτιαξε ο βωλακίτης Δον Γιώργης Φυρίγος πίσω στα 1922! 

«Την παράδοση του δίστιχου τη συνέχισαν και οι ρεμπέτες. Στην ουσία τα πιο παλιά ρεμπέτικα δεν είναι ένα καινούργιο για την εποχή τους είδος τραγουδιού. Άνθρωποι που είχαν ζωντανή από το χωριό τους τη συνήθεια να εκφράζονται μ' αυτό τον τρόπο, συνέχισαν και στην πόλη, όπου είχαν έρθει ως εργάτες ή πρόσφυγες και εξέφραζαν τους καινούργιους καημούς τους με τον παλιό τρόπο, ανταλλάσσοντας μεταξύ τους δίστιχα» [Pepe, The Rembetiko Forum, 18.12.2010]

Το παιχνίδι αυτό με τις ανταλλαγές στίχων στους μανέδες μας το μεταφέρει ο π. Ρόκκος: «Ο αλησμόνητος Γιώργης ο Αλοίμονος, ο βιολιτζής και λαϊκός ποιητής, ήταν πάντα περιζήτητος στους γάμους. Ήταν ξακουστός για τους ωραίους αμανέδες που συνέθετε. Όταν τύχαινε δε, να βρίσκεται παρέα με τον Δον Γιώργη στο γεύμα του γάμου παράβγαιναν ποιος θα πει τους καλύτερους στίχους. Στο γάμο του Τζοάννε του Καμινού, από την Περάστρα, μετά από ένα ωραίο στίχο του Δον Γιώργη, ο Αλοίμονος γεμάτος θαυμασμό, και δείχνοντας την κεφαλή του Δον Γιώργη για να τον πειράξει, του απευθύνει με δυνατή φωνή αυτό τον αμανέ:

       Αμάν! Το χωριουδάκι το μικρό, που είναι μες τα γκρέμνα (σσ. Βωλάξ) 
       Αμάν! που είναι μες στα γκρέμνα!
       Δεν το περίμενα ποτέ να βγάλει τέτοιο πνεύμα!

Ο Δον Γιώργης χωρίς να χάσει καιρό του απαντά:

       Η κηφαλή μ’ δεν έν’ γκρεμνός, μα είναι νους και λογισμός.
       Χωρίς φωνές, χωρίς μιλιά, το πνεύμα της λογιάζει
       και όσο παίζουν τα βιολιά, αμέσως τα σχεδιάζει.

Ο Αλοίμονος έμεινε άναυδος. Ο Δον Γιώργης βλέποντας την αμηχανία του, σκύβει λίγο την κεφαλή του και κοιτάζοντάς τον πάνω από τα γυαλιά του, συνέχισε:

       Αλοίμονε, Αλοίμονε, τραγούδια αν θες να φτιάξεις, 
       να πάρεις πένα και χαρτί, να λέω 'γω να γράφεις!»
      
[Τηνιακά Μηνύματα φ. 191 Αύγουστος 1995]


Xορός από τον Νικόλαο Βίδο του Γεωργίου (1951-2012).

Στις αρχές της δεκαετίας του '90 το χωριό είχε πραγματικά αναγεννηθεί. Ο δραστήριος Σύλλογος και οι επιστροφή αρκετών από τους κατοίκους του «έσωσε το χωριό από τον αφανισμό». Η Ρόζα Φυρίγου Καταρτζή, τον Αύγουστο του 1994, έγραψε και ανέγνωσε ένα 10στιχο ποίημα στον χορό του Συλλόγου στη νέα (και μόνη, τότε) ταβέρνα του χωριού. Το μουσικό συγκρότημα, παράλληλα, έπαιζε μια κεφάτη μουσική υπόκρουση στον ρυθμό του νησιώτικου «Σάλα, σάλα». Όμως, οι στίχοι αυτοί δεν τραγουδήθηκαν αλλά διαβάστηκαν επάνω στην μουσική:

Καλώς ορίσαμε εις το φιλόξενο μικρό χωριό,
γνωστοί και φίλοι· συγγενείς· μικροί, μεγάλοι.
Απόψε δίνουμε τον πρώτο μας χορό
και η συγκίνηση σε όλους μας μεγάλη.

Πριν λίγα χρόνια στην γαλήνια ερημιά
Ένιωθες τούτο το χωριό ν' αργοπεθαίνει.
Φωνές δεν άκουγες από μικρά παιδιά
κι οι λίγοι κάτοικοι βουβοί και κουρασμένοι.

Μα η προστάτιδά μας: η Κυρά η Καλαμάν
Που είχε σώσει απ' τους Τούρκους το χωριό της
Ποτέ δεν θ' άφηνε να πάψουν να μιλάν,
να γίν' ερείπιο το θαύμα το δικό της. 

Και αποφάσισε να σώσει το χωριό·
έδωσε φώτιση στα νέα τα παιδιά του.
Να ζωντανέψει και ν' ανθήσει, πάλι εδώ,
όλ' η ιστορία και η δόξα η παλιά του! 

Και ξανακτίστηκαν τα ερείπια τα παλιά, 
γίναν καινούργια κ' ήρθε πάλι η ζωντάνια.
Τα γεροντάκια ζωντανέψανε ξανά
και βλέπουν τώρα το χωριό με περηφάνια. 

Και απόψε όλοι, στο κουνούργιο πια χωριό
και στην ταβέρνα του Καρύδα την μοντέρνα
συγκεντρωθήκαμε να κάνουμε χορό
όλοι αδέρφια του χωριού, αγαπημένα. 

Φύγαν πολλοί, μα οι ψυχές από ψηλά 
πάντα θα βλέπουν και θα στέλνουν την ευχή τους
σ' αυτούς που φρόντισαν να μείνουν ζωντανά
αυτά τα χώματα, που δώσαν τη ζωή τους. 

Εύγε στον Σύλλογο, τα λόγια είν' φτωχά
για όσα πρόσφεραν θυσίες· μέχρι αίμα
όμως τα έργα είναι εμπρός μας φανερά
της Καλαμάν καινούργιο θαύμα, ακόμα ένα! 

Και να το θαύμα, τώρα, εμπρός μας φανερό
κάντε μια βόλτα γύρω σ' όλο το χωριό μας
πόσο ομόρφυνε και είναι ζωντανό
ευχαριστούμε Καλαμάν και Σύλλογό μας. 

Ποτέ μικρή Βωλάξ δεν θα χαθείς,
γύρω τα βράχια σου θα στέκονται αιώνες.
Θαύμα της φύσης, έργο σπάνιο της γης
γίγαντες γκρίζοι του χωριού μας οι κολώνες.

 

Για την μεταφορά: mix_07.2015

Μοιραστείτε το